Ο Στυλιανός Αντωνάκος γνωστός ως Στήβεν Αντωνάκος γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της ορεινής Λακωνίας το 1926. Το 1930 όλη η οικογένεια μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη. Εκεί αρχίζει να ασχολείται με το σχέδιο όταν είναι ακόμα μαθητής δημοτικού, και συνεχίζει στο γυμνάσιο. Θα εργαστεί στον τομέα της διαφήμισης, ως διαφημιστής αλλά και ως εικονογράφος, ενώ στο εργαστήριο του σχεδιάζει και ζωγραφίζει ανθρώπινες μορφές σε αρχιτεκτονικά περιβάλλοντα. Συχνά χρησιμοποιεί υφάσματα σε τεχνικές κολλάζ, απλικέ και κεντήματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αρχίζει τους πειραματισμούς πάνω σε αντικείμενα που βρίσκει τυχαία (objets trouvé), με εναλλαγές χρωματικών, σχηματικών και υφολογικών συνδυασμών. Το 1956 ταξιδεύει στην Ελλάδα και εντυπωσιάζεται από τη ιδιαιτερότητα του τοπίου και την ένταση του φωτός. Μετά την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη, τα γεωμετρικά σχήματα και η μελέτη του χρώματος καθώς και της μορφολογίας των αντικειμένων αποκτούν πρωτεύοντα ρόλο στη δουλειά του. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι τις αρχές του 1960 φτιάχνει τρισδιάστατες κατασκευές όπως κουτιά που παραπέμπουν σε μικρά προσκυνητάρια, ασαμπλάζ και κολλάζ ραμμένων υφασμάτων από πανιά με ραφή, κόλλα και καρφιά. Όταν μεταφέρει το εργαστήριο του κοντά σε περιοχή υφασματεμπόρων και γουναράδων, τα έργα του παίρνουν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Η πρώτη του ατομική έκθεση έχει τον τίτλο Collages, και πραγματοποιείται το 1958 στην Avant-Garde Gallery στη Νέα Υόρκη. Το 1960 γίνεται ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που εντάσσουν σωλήνες φωτισμού νέον στη δουλειά τους, ένα μέσο έκφρασης που αργότερα εξελίσσεται σε καθοριστικής σημασίας για την πορεία του. Η πρωτοποριακή χρήση του από τον Αντωνάκο έγκειται στο γεγονός ότι αφού το αποσπά από τα συμφραζόμενα του χρηστικού αντικειμένου συνυφασμένο με το εμπόριο, αναδεικνύει τις εκφραστικές δυνατότητές του και τις επιδράσεις του φωτός στην ανθρώπινη αντίληψη δεξιοτεχνικά και με αφαιρετικό τρόπο, κινούμενος ανάμεσα σε γραμμή και όγκο, ζωγραφική και γλυπτική, και εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στις εκθέσεις New Forms, New media I και ΙΙ, στην γκαλερί Martha Jackson μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Lee Bontecou, Yves Klein και Claes Oldenburg. Από το 1963 σχεδιάζει έργα νέον για συγκεκριμένους χώρους, σε αρχιτεκτονική κλίμακα. Το έργο The Blue Box, 1965 φανερώνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τις αρχιτεκτονικές φόρμες. Την ίδια περίοδο διδάσκει στο Brooklyn Museum. Το 1964 παρουσιάζει τα ασαμπλάζ της σειράς Pillows σε ατομική έκθεση στη Byron Gallery. Το 1966 όταν συνάπτει συνεργασία με την γκαλερί Fischbach γνωρίζει την ιστορικό τέχνης Naomi Spector με την οποία αργότερα θα παντρευτεί. Συμμετέχει επίσης στην έκθεση Kunst Licht Kunst στο Stedelijk van Abbemuseum στο Αϊντχόφεν της Ολλανδίας. Το 1970 λαμβάνει μέρος σε προγράμματα φιλοξενίας καλλιτεχνών όπως αυτά των University of North Carolina, Yale University, University of Wisconsin, Fresno State College. Παράλληλα δημιουργεί τη διαδραστική σειρά έργων Packages meant to be opened and packages meant never to be opened την οποία παρουσιάζει στο Fresno το 1972 και στη Νέα Υόρκη το 1973. Από το 1973 παράγει τα πρώτα Rooms με γεωμετρικά σχήματα από νέον σε εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Τον επόμενο χρόνο περνάει στο σχεδιασμό εγκαταστάσεων νέον που συνδιαλέγονται με την αρχιτεκτονική φόρμα και ταυτόχρονα διαθέτουν μινιμαλιστικά στοιχεία, όπως ολοκληρωμένα ή ελλιπή γεωμετρικά σχήματα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Ten Outdoor Neons, 1974 για το Fort Worth Art Museum και το Incomplete Neon Square, 1977 για την Documenta 6 στο Kassel. Έκτοτε υλοποιεί πλήθος έργων για δημόσιους χώρους, ιδρύματα και οργανισμούς στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Το 1977 διοργανώνεται η πρώτη ατομική του έκθεση στην Ελλάδα, στην γκαλερί Jean Bernier της Αθήνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λαμβάνει την υποτροφία DAAD και παραμένει στο Βερολίνο για 6 μήνες, όπου καταπιάνεται με την παραγωγή σχεδίων, κολλάζ και βιβλίων αξιοποιώντας χαρτιά, τομές, γεωμετρικά σχήματα και χρωματιστά μολύβια πάνω σε περγαμηνή. Το 1982 εκθέτει τα πρώτα Panels, έργα με κρυφό, ατμοσφαιρικό φωτισμό από σωλήνες νέον τοποθετημένους πίσω από επιμεταλλωμένες ή ζωγραφισμένες επίπεδες επιφάνειες, ως σημεία προσέλκυσης του βλέμματος. Στο τέλος της δεκαετίας, οι επισκέψεις του στην Ελλάδα του αφυπνίζουν θρησκευτικές και πνευματικές αναζητήσεις, έκδηλες σε μακέτες του 1990 όπως τα Παρεκκλήσια και τα Δωμάτια Διαλογισμού, και στην εγκατάσταση Το Παρεκκλήσι των Αγίων, 1993 στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου στη Ρόδο. Το 2005 εκλέγεται μέλος της Εθνικής Ακαδημίας των ΗΠΑ και το 2007 λαμβάνει το βραβείο Henry Ward Ranger Fund Award για τη συμμετοχή του στη 182η Ετήσια Έκθεση Σύγχρονης Αμερικανικής Τέχνης στο National Academy Museum της Νέας Υόρκης, με το έργο Γιός του Αλφαίου. Το 2011 στήνει in situ εγκατάσταση στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αισχύλεια. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους σε διάφορες πόλεις της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας, όπως το Carpenter Center for the Visual Arts του Le Corbusier, το Αττικό Μετρό (σταθμός Αμπελόκηποι) και το σταθμό ηλεκτρικού του Τελ Αβίβ. Έχει πάρει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και έχει συμμετάσχει σε διεθνείς διοργανώσεις όπως στα Ευρωπάλια (1982) στις Βρυξέλες, στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1987), στη Μπιενάλε της Βενετίας (1997), την Documenta 6 (1977) στο Kassel και στη Documenta 14 (2017) στην Αθήνα και το Kassel. Έργα του ανήκουν σε συλλογές μουσείων και ιδρυμάτων τέχνης όπως στα The Brooklyn Museum of Art, Solomon R. Guggenheim Museum, ΜοΜΑ, Whitney Museum, Metropolitan Museum of Art και The New York Public Library στη Νέα Υόρκη, στο Musee d’Art et d’Histoire της Γενεύης, στο Μακεδονικό και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα. Αναδρομικές του εκθέσεις έχουν πραγματοποιηθεί από το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2000), από το Graduate Center Art Gallery (2005) στη Νέα Υόρκη, και από το Μουσείο Μπενάκη (2007) στην Αθήνα. Τον Αύγουστο του 2013 απεβίωσε στη Νέα Υόρκη.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια