Biographie
(Ελληνικά)Γεννημένος στην Αθήνα στις 8 ή 20 Νοεμβρίου 1885, ο Γιώργος Μπουζιάνης εγγράφεται το 1897 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, µε καθηγητές τους Γεώργιο Ροϊλό, Νικηφόρο Λύτρα, Κωνσταντίνο Βολανάκη και Δημήτριο Γερανιώτη.
Το 1906-1908 σπουδάζει, µε υποτροφία, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Μετά από προσωρινή διαμονή του στο Βερολίνο (1909-1910), εγκαθίσταται από το 1911 έως το 1921 και πάλι στο Μόναχο, όπου λόγω οικονομικών δυσκολιών, ζωγραφίζει πορτραίτα κατά παραγγελία για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες. Παράλληλα, εκθέτει σε δημόσιους χώρους, στο Kunstverein, στην Künstlergenossenschaft και στην αίθουσα τέχνης Anton Rithaler, γεγονός που αποδίδεται στην αναγνώριση του ταλέντου του από τους Γερμανούς τεχνοκριτικούς και συλλέκτες.
Το 1924, µε το µμερίδιο από τη γονική κληρονομιά και την υποστήριξη του γκαλερίστα της Λειψίας Heinrich Barchfeld, παντρεμένος πλέον με την Ρία Ιμχολτζ και έχοντας αποκτήσει ένα παιδί, τον Πάνο, ο Μπουζιάνης εγκαθίσταται στο Eichenau, έξω από το Μόναχο. Με τον γκαλερίστα του, Barchfeld, θα συνεχίζει να συνεργάζεται σταθερά ως το 1934.
Από το 1929 έως το 1932 ζει στο Παρίσι, µε έξοδα της γκαλερί Barchfeld, στην οποία βάσει συμβολαίου παραχωρεί έργα του. Ελλείψει χρημάτων και αποδοχής από το Παρισινό κοινό, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Γερµανία όπου, λόγω της παγκόσμιας κρίσης και της ανόδου του χιτλερισμού, δεν ευνοείται η αγορά έργων τέχνης και ειδικά των εξπρεσιονιστών καλλιτεχνών. Με την υποψία ότι ο γιος του πιθανόν να αναγκαστεί να ενταχθεί στη ναζιστική νεολαία, ο ζωγράφος γυρίζει το 1934 στην Ελλάδα, αποδεχόµενος την πρόταση να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, υπόσχεση η οποία τελικώς αθετείται.
Στο πλαίσιο της χιτλερικής εκστρατείας εναντίον της «εκφυλισμένης» τέχνης, κατάσχονται και αφαιρούνται από τα Μουσεία Λειψίας και Chemnitz σημαντικά έργα του Μπουζιάνη, η τύχη των οποίων εξακολουθεί να αγνοείται. Στις 4 Δεκεµβρίου 1943, µε τον βοµβαρδισµό της Λειψίας, ισοπεδώνεται το κτίριο όπου στεγαζόταν η αίθουσα Barchfeld. Τα έργα του Μπουζιάνη, προστατευμένα στο υπόγειο, γλυτώνουν την καταστροφή.
Στην Αθήνα πλέον, ο Μπουζιάνης βιώνει,- παρά τη συµµετοχή του σε εκθέσεις-, διαδοχικές απογοητεύσεις και οικονομικές στερήσεις που εντείνονται την περίοδο του πολέµου και της Κατοχής. Το 1949, οι κριτικοί υποδέχονται θερµά την πρώτη του µεγάλη ατοµική έκθεση στον «Παρνασσό» και ο ίδιος καθιερώνεται ως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους. Ακολουθεί η διεθνής αναγνώριση µε τη συµµετοχή του στην 25η Biennale της Βενετίας το 1950 και µε τη διάκρισή του, το 1956, µε το πρώτο βραβείο Guggenheim.
O Μπουζιάνης πεθαίνει τη νύχτα της 22 προς 23 Οκτωβρίου του 1959 από χρόνια βρογχίτιδα και καρδιακή ανεπάρκεια. Λίγο µετά το θάνατό του, ιδρύεται ο Σύλλογος «Οι Φίλοι του Μπουζιάνη».
O Μπουζιάνης, παρότι βίωσε τα γεγονότα που στιγμάτισαν τους σύγχρονούς του Ευρωπαίους καλλιτέχνες, δεν απεικόνισε τη φρίκη του πολέμου, μέσα από τραυματισμένους στρατιώτες, αποσυντιθέμενα σώματα και σκελετούς. Φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι τα κατάλοιπα της βίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν τον άγγιξαν, όπως τους πρωτεργάτες Grosz, Dix, και Gurschner που ζωγράφιζαν άντρες με ζωώδη ένστικτα παρέα με ανήθικες γυναίκες, ή απελπισμένους πολίτες.
Ο Έλληνας ζωγράφος, δεν υπέκυψε στην παραμόρφωση του ανθρώπου που παραπαίει στο χάος και την παρακμή. Δεν κατέγραψε την πραγματικότητα με άσχημο ή ποταπό τρόπο. Αντίθετα, εστίασε στην προσωπογραφία και έδωσε έμφαση σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή αντικείμενα που θεωρούνταν διακριτικά στοιχεία του εικονιζόμενου. Παρέμεινε ο αντικειμενικός, αμερόληπτος, ακριβής αναλυτής της ανθρώπινης μορφής που διατήρησε-παρά τον πόλεμο, τους βιασμούς, την πορνεία, το γήρας και το θάνατο-την ακεραιότητά της.
Προσωπογράφος κυρίως γυναικών αλλά και του εαυτού του, με το πέρασμα του χρόνου, ο Μπουζιάνης, ελευθερώνεται από τους κανόνες των αναλογιών, αλλοιώνει το πρόσωπο και, από μελαγχολικά, τα μοντέλα του παρουσιάζονται με καινούργιους τρόπους σύνθεσης σταδιακά, με βίαιη γραφή και θολώνοντας τα χαρακτηριστικά. Συντετμημένες μορφές λειτουργούν ανεξάρτητα από τα κλασικά πρότυπα, -κεφάλι επάνω-πόδια κάτω-. Τα έργα πλέον ‘’διαβάζονται’’ πέρα από κανόνες, από διαστάσεις και φορά, απελευθερωμένα από οποιαδήποτε εικαστική επιταγή.
«Στα χρώματά του αρχίζουν να υπερισχύουν τα βαθιά μπλε και τα μαύρα ή ξεσκιστικά δυνατά κόκκινα και κίτρινα. Χρωματικά, φτάνει ως την κραυγή. Χειρονομιακά, η βιαιότητα οξύνεται, ο πυρετός ανεβαίνει», γράφει η Ελένη Βακαλό, και συνεχίζει: «Στην πινελιά του κυριαρχεί η ακτινωτή κίνηση και αντίστοιχα υποχωρεί ή κυματιστή ή η οριζόντια και οι συμπλοκές τους. Η κηλίδα δεν απλώνεται σέ επιφάνειες, γίνεται στίγμα, ή αμεσότητα τής δράσης τού ζωγράφου δημιουργεί τη δραστικότητα του έργου».
Η συνεισφορά του Μπουζιάνη στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, είναι σημαντικότατη. Τα πρόσωπα που ζωγράφιζε πριν 60 χρόνια, χωρίς αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά και σε πολλές περιπτώσεις χωρίς στοιχεία φύλλου ή ταυτότητας, αντιστοιχούν στις σύγχρονες εικαστικές αναζητήσεις. Η προσωπική του μετάβαση από το νατουραλισμό στον ιμπρεσιονισμό, στον εξπρεσιονισμό και ως την αφαίρεση, τον καθιστούν ένα άφοβο καινοτόμο στη σύγχρονη Ελληνική ζωγραφική. Έναν αφαιρετικό εξπρεσιονιστή.
Οι χωρίς περιβάλλοντα χώρο μορφές που διαμέλιζε, παραμόρφωνε και ανασυναρμολογούσε, η μεθοδευμένη αίσθηση της ατέλειας και του ανολοκλήρωτου ειδικά στις ακουαρέλες, δημιουργούνται από τους χρωματικούς τόνους και τις διαφάνειες που ακουμπάνε στην ελευθερία του σχεδίου.
Με τις πυκνές διαστρωματώσεις στα λάδια, τη χρωματική ελευθερία στις ακουαρέλες και τις μονοκοντυλιές στα σχέδια, ο Μπουζιάνης, αποδίδει ποιητικά τη φθορά και τη διάλυση που φέρνει ο χρόνος. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Τελλόγλειο ‘Ιδρυμα Τεχνών ΑΠΘ, Μουσείο Ιδρύματος Γουλανδρή και σε σημαντικές ιδιωτικές συλλογές.
Ελένη Κυπραίου
Ιστορικός Τέχνης & Τεχνοκριτικός, επιμελητής εκθέσεων.
Φωτογραφίες: Αρχείο Θάνου Κωνσταντινίδη και Ελένης Κυπραίου
Προδημοσίευση από το Βιβλίο ‘’Η ζωή και το έργο του Γ. Μπουζιάνη’’.