Βιογραφία
Ο γλύπτης, ζωγράφος και αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας Γιώργος Ζογγολόπουλος, με καταγωγή από το χωριό Μάννα (πρώην Μάρκασι) της ορεινής Κορινθίας, γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στο κέντρο της Αθήνας, τον Σεπτέμβριο του 1901 (αναφέρεται συνήθως ως έτος γέννησης το 1903, χρονολογία που αναιρείται από τις μαρτυρίες του ίδιου στους οικείους του, αλλά και από το έτος έναρξης της στρατιωτικής του θητείας, που τοποθετείται στο 1918). Το 1910 μένει ορφανός από πατέρα. Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, ξεκινάει σπουδές στη σημερινή ΑΣΚΤ, τότε «Σχολείο των Τεχνών», με καθηγητή τον γλύπτη και ακαδημαϊκό Θωμά Θωμόπουλο (1873-1937). Στη Σχολή θα αποβληθεί δύο φορές, για πειθαρχικούς λόγους, καθώς ανήκε σε μια συντροφιά με ανανεωτικά αιτήματα που δεν ταίριαζε με το ακαδημαϊκό κλίμα της Σχολής εκείνης της εποχής και διατηρούσε πάντα το θάρρος της γνώμης του. Στη δεύτερη «επ’ αόριστον» αποβολή του θα χρειαστεί η παρέμβαση του ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη (1870-1942), ως Διευθυντή Επιστημών και Τεχνών του τότε Υπουργείου Παιδείας, για να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές και να αποφοιτήσει το 1930. Την εξειδίκευσή του στον τομέα της γλυπτικής θα την ολοκληρώσει το 1936, λαμβάνοντας το πτυχίο του από την μετονομασμένη από το 1930 Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο ίδιος θα θεωρήσει σημαντικότερη από τις σπουδές του τη γνωριμία του με τη συντροφιά της οποίας κεντρικός εμπνευστής ήταν ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), με τη συμμετοχή των Σπύρου Παπαλουκά (1882-1957), Πάτροκλου Καραντινού (1903-1976), Νικόλαου Μητσάκη (1899-1941), Αντώνιου Σώχου (1888-1975), Κώστα Μπίρη (1899-1980) και άλλων, καθώς και την επίσης καθοριστική παρουσία του Φώτη Κόντογλου (1895-1965) και λιγότερο του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994). Ο θαυμασμός του για τον Κωστή Παρθένη (1878-1967) αποτέλεσε επίσης σημαντικό στοιχείο στην καλλιτεχνική του ανέλιξη. Συμμετείχε σε πολλές ομάδες καλλιτεχνών (ΣΕΚ, Ομάς Τέχνη 1930, Στάθμη, Τομή, Ομάδα για την Επικοινωνία και Εκπαίδευση στην Τέχνη).
Το 1932 γνωρίζονται με τη ζωγράφο Ελένη Πασχαλίδου – Ζογγολοπούλου (Elena Zong) (1909-1993), με την οποία συνάπτουν γάμο το 1936. Στο διάστημα 1930-38 σχεδιάζει δεκάδες σχολεία ανά την επικράτεια ως αρχιτέκτονας στο Γραφείο Μελετών Σχολικών Κτηρίων του Υπουργείου Παιδείας. Προηγουμένως εργάστηκε το 1926-27 στη Διεύθυνση Αναστηλώσεως Αρχαίων και Βυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, όπου θα έχει γόνιμη συνεργασία –αν και όχι χωρίς προστριβές– με τον Αναστάσιο Ορλάνδο (1887-1979), σχεδιάζοντας πολλές εκκλησίες. Το 1934, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, συμμετέχει στη φιλοτέχνηση των εννέα Μουσών, αγαλμάτων που θα στόλιζαν την πλατεία Ομονοίας, μέχρι την άδοξη αποκαθήλωσή τους το 1937. Το 1934 φιλοτεχνεί την προτομή του Ανδρέα Μιαούλη που ανιδρύεται στη «Λεωφόρο Ηρώων 1821» στο Πεδίον του Άρεως. Το ίδιο έτος επισκέπτεται τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού και εκστασιάζεται καλλιτεχνικά από το Ισπανικό Περίπτερο, όπου εκτίθενται μεταξύ άλλων έργα του γλύπτη Alexander Calder (1878-1976), του ομότεχνού του Julio González (1876-1942), και κυρίως το ζωγραφικό έργο-σταθμός του Pablo Picasso (1881-1973), Γκερνίκα. Στο Παρίσι θα γνωριστεί και με τον γλύπτη Charles Despiau (1874-1946). Από το 1938, ακολουθώντας και τη συμβουλή της συζύγου του, θα αφοσιωθεί οριστικά στη γλυπτική, με συμμετοχή στις «Πανελληνίους» του 1938 και του 1939, αλλά και στην 22η Biennale της Βενετίας το 1940, με τέσσερεις προτομές. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής θα παραμείνει στην Αθήνα, όπου θα συνδεθεί φιλικά και με τον γλύπτη Θανάση Απάρτη (1899-1972). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1947, θα χτίσει το σπίτι του στο Παλαιό Ψυχικό, σήμερα στέγη του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, όπου θα συχνάζουν σημαντικές προσωπικότητες της νεοελληνικής τέχνης και διανόησης, όπως οι Ερρίκος Φραντζισκάκης (1908-1958), Γιάννης Μόραλης (1916-2009), Νίκος Νικολάου (1909-1986), Λίνος Πολίτης (1906-1982) και άλλοι.
Το 1948 ανιδρύεται το Μνημείο Πεσόντων Δήμου Κερατσινίου, υπερφυσικό άγαλμα από μάρμαρο, έχοντας ως μοντέλο την Αριάδνη Ξενάκη το γένος Χρυσονοπούλου (1924-2015), σύζυγο του Κοσμά Ξενάκη (1925-1984) και αγαπημένο μοντέλο πολλών επιφανών Ελλήνων καλλιτεχνών. Το ίδιο έτος κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Γκαλερί «Ζαχαρίου» στην Αθήνα, με την οποία, σύμφωνα με τον Μανόλη Χατζηδάκη, «μπήκε οριστικά και νικηφόρα στην περίοδο της ωριμότητος». Το 1949 θα μεταβεί για εννιά μήνες, ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης, στο Παρίσι, μαθητεύοντας κοντά στο γλύπτη Marcel Gimond (1894-1961), όπου θα γνωρίσει και τον επιφανή γλύπτη Henri Laurens (1885-1954). Το 1952 βραβεύεται σε διαγωνισμό για το Ηρώο Πεσόντων στην Ιτέα σε συνεργασία με τον γλύπτη Αχιλλέα Απέργη (1909-1986). Το 1953 μεταβαίνει με κρατική υποτροφία στην Ιταλία, όπου μελετάει τις τεχνικές της χαλκοχυτικής. Εκεί θα επισκεφτεί τις πόλεις Ρώμη, Φλωρεντία, Πιστόια και Μιλάνο. Σημαντική για τη σταδιακή και οριστική στροφή του στην αφαίρεση είναι η γνωριμία του κυρίως με το έργο του Marino Marini (1901-1980), του οποίου αναγνωρίζει τις αρχαϊκές βάσεις στην ετρουσκική τέχνη, αλλά και των Giacomo Manzou (1908-1991), Arnaldo Pomodoro (1926). Το 1956 ανιδρύεται το Μνημείο Πεσόντων της Κοκκινιάς, στην Πλατεία Οσίας Ξένης, ένα εκ των πρώτων γλυπτών στο δημόσιο χώρο της Ελλάδας με αναφορά στην Αντίσταση και ένα από τα πιο άρτια από αισθητική άποψη. Το ίδιο έτος συμμετέχει στην 28η Biennale, με τη Δραματική Σύνθεση, μαζί με τους Αχ. Απέργη, Κλέαρχο Λουκόπουλο (1906-1995), Νίκο Περαντινό (1910-1991) και Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974). Το 1957 συμμετέχει στην Biennale του Σάο Πάολο με τον Κώστα Κουλεντιανό (1918-1995), όπου παρουσιάζει μια αφαιρετική εκδοχή του Ποσειδώνα. Το 1958-60 θα αναλάβει μαζί με τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Μπίτσιο τη διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας με πίδακες και γλυπτό με τον αφαιρετικό Ποσειδώνα του, ο οποίος δεν θα τοποθετηθεί εν τέλει, για να στηθεί πολλές δεκαετίες αργότερα στο Πανεπιστήμιο Τζωρτζ Ουάσινγκτον της πρωτεύουσας των ΗΠΑ το 2014. Το 1960 θα ανεγερθεί το μεγάλων διαστάσεων μνημειακό Ηρώο του Ζαλόγγου, σε πλαγιά του περιώνυμου βουνού της Πίνδου, μνημείο που είχε σχεδιάσει ήδη από το 1953 βρισκόμενος στη Φλωρεντία, με τη συνεργασία του Πάτρ. Καραντινού. Το 1962 θα παρουσιάσει τα έργα του σε ατομική έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο των Σχολών Δοξιάδη στην Αθήνα, καθώς και στην Αίθουσα «Τέχνη» στη Θεσσαλονίκη. Το 1964 συμμετέχει για τρίτη φορά στην 32η αυτή τη φορά Biennale της Βενετίας, μαζί με τους Κ. Κουλεντιανό, Σπύρο Βασιλείου (1903-1985) και Νίκο Νικολάου (1909-1986), όπου παρουσιάζει το γλυπτό Οι Δελφοί. Ο κομισάριος της Biennale Τώνης Σπητέρης θα τονίσει στο Ζογγολόπουλο «ένα έντονο ενδιαφέρον για αναζητήσεις γύρω από τις προεκτάσεις της διάστασης». Το 1966 στήνεται το μνημειακών διαστάσεων αφαιρετικό γλυπτό του Νίκη της Σαμοθράκης από μέταλλο cor-ten στην είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης, ίσως το πρώτο μνημειακό αφαιρετικό γλυπτό σε δημόσιο χώρο στην Ελλάδα, το οποίο θα προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, με τους Μανώλη Ανδρόνικο (1919-1992), Δημήτρη Φατούρο (1928-2020) και Πατρ. Καραντινό να υπερασπίζονται το έργο. Ο Μ. Ανδρόνικος θα υπογραμμίσει ότι «στα χρόνια μας τα πιο σημαντικά γλυπτικά μνημεία δεν είναι πια εικονικά». Το 1971 παρουσιάζει την έκθεση «Κινητική Τέχνη» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση Αθηνών, όπου σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Μαυρομμάτη «παρουσίασε μια ολότελα καινούργια όψη της ιδιοφυΐας του με “κινητικά” έργα που δείχνουν πολύ νεανική απόλαυση για τις δυνατότητες του φωτός και των επιφανειών που κινούνται, και εξαιρετική ευρηματικότητα». Το 1976 παρουσιάζει τους «Φακούς» του στο Campo Pisani της Βενετίας, παράλληλα με την διεξαγωγή της Biennale του ίδιου έτους. Τα έτη 1977-79 θα παρουσιάσει ατομικές εκθέσεις διαδοχικά στο Μουσείο Βαρσοβίας Zacheta, στο Μουσείο Budavári Palota στη Βουδαπέστη, και στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη στην Αθήνα. To 1981 φιλοτεχνεί το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης Γοργοποτάμου με τον Αλέξανδρο Τομπάζη (1939), το οποίο δεν θα στηθεί ποτέ. Το 1984 παρουσιάζει ατομική έκθεση στο Ινστιτούτου Γκαίτε στην Αθήνα. Το 1986 παρουσιάζει την έκθεση «Μνήμες-Αναπλάσεις-Αναζητήσεις» στην Πινακοθήκη Αθηνών. Το 1989 στήνεται μόνιμα στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών το υδροκινητικό γλυπτό του με τίτλο Ασπίδα από ανοξείδωτο χάλυβα. Το 1990 εκθέτει στην Γκαλερί «Jean Brenier» τις περίφημες Ομπρέλες του. Το 1990 λαμβάνει το πρώτο βραβείο για το Μνημείο της Μάχης της Κρήτης στο Μάλεμε στο Νομό Χανίων, αλλά το έργο δεν τοποθετείται. Το 1993 εκπροσωπεί ατομικά την Ελλάδα στην τέταρτη συμμετοχή του στην 45η Biennale της Βενετίας. Το 1995 έργο του στήνεται στο κτήριο του ΟΗΕ στις Βρυξέλλες και το ίδιο έτος τοποθετεί σε εξέδρα πάνω στο Μεγάλο Κανάλι μπροστά στην είσοδο της 46η Biennale γλυπτική εγκατάσταση με τις ομπρέλες του∙ το έργο θα τοποθετηθεί οριστικά στην παραλία της Θεσσαλονίκης το 1997. Το 1998 στήνεται στην πλατεία Wittenberg του Βερολίνου το έργο του Tel–Neant και το 1999 το έργο του Κολόνα στην κεντρική πλατεία της Βαϊμάρης. Το ίδιο έτος φιλοτεχνεί το «Αίθριο» στο Σταθμό Μετρό του Συντάγματος. Το 2001 παρουσιάζει το έργο «Πεντάκυκλο» στην είσοδο της 51ης Biennale της Βενετίας, το έργο είναι σήμερα τοποθετημένο στην Ομόνοια. Το 2002 τελευταία ατομική έκθεση στην αίθουσα τέχνης «Αστρολάβος» στην Αθήνα. Στις 11 Μαΐου του 2004 πεθαίνει. Το 2007 εκδίδεται μονογραφία του και τον Νοέμβριο του 2008 παρουσιάζεται σε μεγάλη αναδρομική έκθεση το έργου του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Το έργο του Ζογγολόπουλου παρουσιάζει όπως είναι καταφανές στη μακρά δημιουργική του διαδρομή χαρακτηριστική εκφραστική ανέλιξη, καθώς ήδη από τη δεκαετία του 1950 κινείται με σαφήνεια προς την αφαίρεση, με στοιχεία που τον φέρνουν πιο κοντά στην εκτός ελληνικών συνόρων μοντέρνα γλυπτική της εποχής. Ο Χρύσανθος Χρήστου θα αναγνωρίσει τη νέα κατεύθυνση που λαμβάνει το έργο του και από το 1970 και μετά με έργα «που κινούνται στο κλίμα της φωτοκινητικής πλαστικής, και, πιο γενικά, της οπτικοκινητικής τέχνης». Ο Αλέξ. Ξύδης θα εντοπίσει επίσης από το 1979 την ενασχόλησή του «με υδροκινητικές κατασκευές σε συνδυασμό με ανοξείδωτο χάλυβα και με το νερό που κυλάει ήρεμα ή απρόοπτα και σπασμωδικά». Για το έργο του έχουν μιλήσει εγκωμιαστικά εκτός των άλλων οι Denys Chevalier, Jean Starobinski, Pierre Restany, με τον πρώτο να αναγνωρίζει τη βάση της γλυπτικής του σε «κάτι που έχει διάρκεια και ανήκει στο παρελθόν και στο μέλλον». Ο ίδιος ο Έλληνας γλύπτης τόνιζε: «…για τη δική μου τη δουλειά εκείνο που με ενδιαφέρει είναι το έργο να αναπνέει. Όταν λέμε “αναπνέει”, μπορεί να είναι μια διαφάνεια ή οτιδήποτε άλλο». Ο Ζογγολόπουλος κατόρθωσε με σταθερή και επίμονη εργασία που ξεπερνούσε τα καθιερωμένα γλυπτικά πρότυπα –δουλεύοντας για παράδειγμα περισσότερο με τις γραμμές παρά με τους όγκους–, χρησιμοποιώντας τόσο την έφεσή του στην αρχιτεκτονική όσο και τις εγνωσμένες δυνατότητές του στη ζωγραφική, να εισάγει στοιχεία που η νεοελληνική γλυπτική δεν είχε ακόμη εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους, χάρη κυρίως στην έντονη επαφή του με την τέχνη της Ευρώπης και κυρίως της Γαλλίας, και στο ανανεωτικό πνεύμα που τον διέκρινε και τον ωθούσε προς την μορφολογική καινοτομία. Η συμβολή του στο νέο, αν και με ελλιπή επίσημη υποστήριξη, βηματισμό της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα προς μια πιο αφαιρετική και δυναμική έκφραση, σε έντονη επαφή με την αρχιτεκτονικής προέλευσης έννοια της κλίμακας και του ρυθμού, σε συνδυασμό ακόμα και με τα στοιχεία της φύσης, τα οποία προσέδιδαν μεγαλύτερη ροή και εύρος στο έργο, συνδέοντάς το πιο οργανικά με τον περιβάλλοντα χώρο, είναι ιδιαίτερα σημαίνουσα, ενώ η επίδραση που άσκησε έφτασε σε σημείο ώστε το παράδειγμά του να τυποποιηθεί. Ο ίδιος, πάντως, ως γνήσια δημιουργικός καλλιτέχνης, δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του την τυποποίηση, ακόμη και όταν υπερήλικας πια είχε γίνει ευρέως αποδεκτός με τις διάσημες ομπρέλες του, μη διστάζοντας να αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό και να δώσει πάντα ρηξικέλευθες και μαχητικές προτάσεις στο χώρο της δημόσιας και μνημειακής γλυπτικής.
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά