Βιογραφία
Ο Κώστας Ανδρέου γεννήθηκε το 1917 στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας. Το 1925 επιστρέφει στην Ελλάδα με την οικογένειά του. Από παιδί ήδη εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για την τέχνη και από το 1932 ασχολείται με τη γλυπτική. Ενώ πραγματική του επιθυμία είναι να μαθητεύσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για βιοποριστικούς λόγους ξεκινά να εργάζεται σε επιπλοποιείο. Από το 1934 σπουδάζει σχέδιο επίπλων στη Βιοτεχνική Νυχτερινή Σχολή της Αθήνας, ενώ επισκέπτεται συχνά το αρχαιολογικό μουσείο και μελετά την αρχαία ελληνική γλυπτική.
Το 1940 ξεκινάει να εργάζεται στο εργαστήριο του ζωγράφου Νίκου Νικολάου. Το 1945 με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης εγκαθίσταται στο Παρίσι και σπουδάζει στην Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση μέσα στο πανεπιστήμιο. Το 1947 εγγράφεται στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού για σύντομο χρονικό διάστημα, και ύστερα εργάζεται για τον αρχιτέκτονα Le Corbusier, πραγματοποιώντας μακέτες και μελέτες για αρχιτεκτονικές φόρμες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αποκτά νέες αντιλήψεις για τη σχέση αρχιτεκτονικής-γλυπτικής καθώς και τη λειτουργία των χρωμάτων μέσα στο χώρο. Εκείνη την περίοδο αρχίζει να εγκαταλείπει τα στοιχεία ρεαλισμού στην γλυπτική του, καθώς και την αξιοποίηση μαρμάρου και πέτρας, και να υιοθετεί τη χρήση του ορείχαλκου. Ανακαλύπτει επίσης την τεχνική της οξυγονοκόλλησης που θα του επιτρέψει να επινοήσει το δικό του γλυπτικό ιδίωμα και θα τον αναδείξει σε πρωτοπόρο του είδους που εφευρίσκει διαρκώς απροσδόκητα σχήματα και εξπρεσιονιστικές μορφές με σουρεαλιστικές προεκτάσεις.
Από το 1956 εξελίσσει την τεχνική του και εισάγει το κενό, την κίνηση και τη διάσπαση της μορφής στα έργα του. Σε έργα όπως Το Πορτραίτο της Μαρτίν, 1956 και τη σειρά Σειρήνες, 1956 η φόρμα και το χρώμα έρχονται αντιμέτωπα, ενώνονται ή χωρίζουν μέσα από την κίνηση των καμπυλών, τις γωνίες και τις προεξοχές. Από το 1958 η ενασχόληση του με το θέμα του Ματιού τον οδηγεί σε νέες μεταμορφώσεις της φόρμας και στη δημιουργία έργων που λειτουργούν ως σύμβολα ενόρασης, ενώ παράλληλα δημιουργεί εντυπωσιακή σειρά πολύχρωμων αναγλύφων με θέμα τον Ήλιο. Το 1961 παράγει τα πρώτα έργα χαρακτικής, πολλά από αυτά ανάγλυφα. Το 1967 αγοράζει σπίτι στο La Ville-du-Bois. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει νέα σειρά γλυπτικών έργων, τα Αεροστατικά, με φόρμες διαπερατές, όγκους χωρίς βάθος και ανεπτυγμένους γεωμετρικούς ρυθμούς. Τόσο στα γλυπτά του όσο και στα έγχρωμα ανάγλυφά του, αναδεικνύει την ύλη σε σχέση με το χώρο και διασυνδέει το φως με το χρώμα. Τα ζωγραφικά του έργα διακρίνονται για τα ιμπρεσιονιστικά τους χαρακτηριστικά, τους εκρηκτικούς συνδυασμούς χρωμάτων και την κυβιστική απόδοση του χώρου. Θέματα που τον απασχολούν στο σύνολο της πορείας του, είναι η ανθρώπινη ύπαρξη σε έργα όπως ο Αφανισμένος Άνθρωπος, 1975, όπου σκιαγραφεί τραγικές όψεις προσώπων με κυρίαρχο το στοιχείο της παραμόρφωσης, καθώς και η γυναικεία υπόσταση της οποίας τα λυρικά, ποιητικά και αισθησιακά στοιχεία αναλύονται από τον ίδιο σε όλες τους τις διαστάσεις είτε γλυπτικά είτε ζωγραφικά. Επιπλέον πηγές έμπνευσης για τον ίδιο αποτελούν τα φαινόμενα της φύσης, το σύμπαν, οι στάσεις και οι κινήσεις των ζώων, ο χρόνος και οι εναλλαγές των εποχών.
Το 1982 γίνεται Πρόεδρος της επιτροπής για την γλυπτική του Salon d’Automne και το 1988 λαμβάνει το Ανώτατο βραβείο Antoine Pevsner με έργο το Αυγό-Οικογένεια. Το 2001 ανακηρύσσεται Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής του γαλλικού κράτους και το 2003 δημιουργεί τριάντα έργα γλυπτικής, ζωγραφικής και χαρακτικής για τη βιβλιοθήκη του δήμου της Ville-du-Bois. Τον ίδιο χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα και το 2004 ιδρύει το κοινωφελές Ίδρυμα Κώστας Ανδρέου. Το 2005 λαμβάνει τη διάκριση του Officier des Arts et des Lettres του γαλλικού κράτους. Το 2007 πεθαίνει στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πραγματοποίησε 80 ατομικές και 150 ομαδικές στη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία και άλλα μέρη του κόσμου, και φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις θεάτρου και όπερας σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας. Μερικές από τις διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες έχει πάρει μέρος αποτελούν το Salon d’Automne (1949, 1951, 1983, 1984, 1985, 1988), η Μπιενάλε της Αμβέρσας (1953), η Μπιενάλε της Βενετίας (1966), η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής στο Μουσείο Ροντέν (1956, 1958, 1961), η Μπιενάλε Χαρακτικής της Λιουμπλιάνα (1963) και η Μπιενάλε της Πάντοβα (1975). Αναδρομικές εκθέσεις του έχουν διοργανωθεί εκτός των άλλων στο Saint Jeoire-en-Faucigny (1959), στο Musée des Beaux Arts (1971) στη Χάβρη, στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων (1998) και στο Τελλόγλειο Τεχνολογικό Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. (2004).
Σταμάτης Σχιζάκης
Ιστορικός τέχνης, επιμελητής
Ο Σταμάτης Σχιζάκης σπούδασε Ιστορία και Θεωρία Τέχνης και Φωτογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Derby και Ιστορία Τέχνης του 20ου αιώνα στο Goldsmiths College. Από το 2005 εργάζεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ως ιστορικός τέχνης και επιμελητής. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Sunderland.