Βιογραφία
Γεννημένος στο Ελληνικόν Ιωαννίνων στις 3/2/1942, από πατέρα παντοπώλη και μητέρα νοικοκυρά (προσωπογραφία της εκτίθεται στο Μουσείο του γλύπτη δίπλα στις σημαντικότερες προσωπογραφίες επιφανών προσώπων που έχει δημιουργήσει), ο Θεόδωρος Παπαγιάννης ήρθε από μικρός σε επαφή με το έργο των μαστόρων της Ηπείρου, των φημισμένων σε όλη την Ελλάδα Τζουμερκιωτών και Κονιτσιωτών πετράδων. Δίπλα σε έναν από αυτούς τους λαϊκούς μαστόρους (με το επώνυμο Ζήκας, από μεγάλη οικογένεια πετράδων, με τους Γιάννη και Κώστα επιφανείς ανάμεσά τους) δούλεψε για ένα καλοκαίρι ως βοηθός και έμαθε από παιδί να σμιλεύει την πέτρα, βοηθώντας στην κατασκευή των καλντεριμιών του χωριού του. Σκαλίζοντας μετά μανίας τις πέτρες που έβρισκε στη φύση της ιδιαίτερης πατρίδας του για έναν χρόνο, όταν ο πατέρας του τον είχε στείλει να βοσκήσει πρόβατα ως τιμωρία για την ανυπακοή του στο αυστηρών αρχών τότε σχολείο του, πριν ακόμη ξεκινήσει το Γυμνάσιο, εκθέτοντας έπειτα τα κεφάλια που έφτιαχνε στο παράθυρο του παντοπωλείου του πατέρα του, εντυπωσίασε έναν γεωπόνο από τα Γιάννενα που είχε επισκεφτεί το χωριό και ο οποίος παρότρυνε την οικογένειά του να τον βοηθήσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με την τέχνη του. Στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, όπου φοίτησε τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου, οι δάσκαλοί του επίσης αναγνώρισαν σύντομα την κλίση του και πριν τελειώσει το σχολείο βρέθηκε σπουδαστής στην ΑΣΚΤ (το 1961), περνώντας πρώτος στις εξετάσεις ως ταλέντο, παρακολουθώντας το εργαστήριο γλυπτικής του Γιάννη Παππά (1913-2005). Στην Αθήνα τελειώνει παράλληλα το νυχτερινό Γυμνάσιο. Αποφοιτά το 1966 ενώ λαμβάνει και το δίπλωμα χαλκοχυτικής και γυψοτεχνίας από το εργαστήριο εφαρμοσμένων τεχνών με καθηγητή τον Νίκο Κερλή. Το 1967 κερδίζει διαγωνισμό του Ί.Κ.Υ. για τριετή υποτροφία, ένα είδος διδακτορικής έρευνας, για να μελετήσει την αρχαία ελληνική τέχνη της Μεσογείου, πραγματοποιώντας ταξίδια σε πολυάριθμους αρχαιολογικούς χώρους σε Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Κύπρο, Κάτω Ιταλία, Σικελία, Κρήτη, και άλλα νησιά του Αιγαίου, τα οποία καθόρισαν την εικαστική του ματιά.[1] Το 1970 αρχίζει να διδάσκει στην ΑΣΚΤ, με τη θέσπιση του θεσμού των βοηθών, όπου τον καλεί ο πρώην δάσκαλός του Γ. Παππάς, τον οποίον και διαδέχεται στη θέση του καθηγητή στην ΑΣΚΤ (συνταξιοδοτείται το 1978). Το 1974 είναι από τους ιδρυτές του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (Κ.Ε.Τ.). Το 1975 ανέλαβε, μετά από διαγωνισμό, τη φιλοτέχνηση των παραστάσεων των Περικλή, Δημόκριτου και Αριστοτέλη, στα κέρματα των είκοσι, δέκα και πενήντα δραχμών.[2] Το 1981-82 μετεκπαιδεύεται στο Παρίσι, στην Ecole Nationale des Arts Appliqués et des Métiers d’Art, όπου ξεχωρίζει με τα έργα του ανάμεσα στους σπουδαστές.[3] Το 1996-97 παραμένει για έξι μήνες στη Νέα Υόρκη για να μελετήσει εκπαιδευτικά προγράμματα και οργάνωση εργαστηρίων γλυπτικής. Ως καθηγητής της ΑΣΚΤ θα συνεργαστεί με πολλές μεγάλες Σχολές Καλών Τεχνών της Ευρώπης (Βερολίνο, Μπολόνια, Παρίσι, Μιλάνο-Μπρέρα) μέσω του προγράμματος Erasmus.
Το 2009, με τη συνταξιοδότησή του, ιδρύει το Μουσείο Γλυπτικής «Θεόδωρος Παπαγιάννης» στο Ελληνικό Ιωαννίνων, στο μεγάλο κτήριο που χτίστηκε με χρήματα του ευεργέτη Νικολάου Μαντελόπουλου, συγχωριανού του, το οποίο στέγαζε το παλιό Σχολείο. Τα τελευταία είκοσι χρόνια διοργανώνει συμπόσια με άλλους συνάδελφους και μαθητές του γλύπτες, ανά την Ελλάδα και την Κύπρο, δημιουργώντας επί τόπου γλυπτά, τα οποία έπειτα κοσμούν τον δημόσιο χώρο όπου δημιουργούνται. Στο πλαίσιο μερικών από αυτές τις συναντήσεις έχει κοσμήσει τα πέντε χιλιόμετρα του δρόμου που ενώνει το Μουσείο του με το ιστορικό Μοναστήρι της Τσούκας, με πολυάριθμα γλυπτά να βρίσκονται πλέον διάσπαρτα εκατέρωθεν της ούτως ή άλλως μοναδικής αυτής διαδρομής. Το 2010 ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 2011 κερδίζει διεθνή διαγωνισμό ανάμεσα σε 250 συμμετοχές για το μνημειώδες γλυπτό Δρομείς που στήνεται στην έξοδο του Αεροδρομίου του Σικάγου. Τιμήθηκε με τον ανώτερο ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος το 2015 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με το Αργυρό Μετάλλιο (Ανώτατη Διάκριση του Ιδρύματος) στην Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών το 2019. Το 10ο Γυμνάσιο Ιωαννίνων φέρει τιμητικά το όνομά του από το 2017. Έργα του βρίσκονται σε πολυάριθμες τοποθεσίες στο δημόσιο χώρο, έχοντας ολοκληρώσει εμβληματικά γλυπτά (στο Πανεπιστήμιο Πατρών το 1996 και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), θεματικά μνημειακά (για τον Ανώνυμο Δάσκαλο στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και το Μνημείο Έλληνα Δασκάλου στην Πλατεία Μαδρίτης όπισθεν του «Hilton» το 2000∙ «Ζευγάρι» στην Καλαμάτα το ίδιο έτος, στη Λεμεσό το 1999 και στον Παραλίμνιο Ιωαννίνων το 1996∙ «Πουλιά» στην Αμαλιάδα το 2006 και στο κεντρικό σιντριβάνι της Άρτας το 2023∙ «Μαραθωνοδρόμοι» στο Διόνυσο Πεντέλης το 2004 και «Πολίτης Λαμπαδηδρόμος» στο Δήμο Μεταμόρφωσης το ίδιο έτος∙ Μνημείο για τον Μ. Κατράκη στην Κίσσαμο, Κρήτη), με αρχαιοελληνικά θέματα («Σαπφώ» στην Ερεσό το 2006 και «Ορφέας» στην Κατερίνη το ίδιο έτος), καθώς και δεκάδες προτομές ανά την Ελλάδα (του Ολύμπιου Γεωργάκη στο Κουκάκι το 1970, του Αλέξανδρου Συμεωνίδη έξω από το Θεαγένειο το 1977, του Κωνσταντίνου Οικονόμου στην Πλατεία Μεγάλης του Γένους Σχολή το 1991, του Γεώργιου Ριζάκη στον περίβολο του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου το 1994, του Άγγελου Τερζάκη στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων το 2000 ˗η οποία εκλάπη το 2016˗, του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου στην Πλατεία Φιλικής Εταιρείας στο Κολωνάκι το ίδιο έτος, του Γιώργου Σεφέρη πλησίον του Υπουργείου Εξωτερικών το 2001, και πολλές άλλες), αλλά και ανδριάντες (Νικόλαου Πλαστήρα στη Νέα Ερυθραία το 1978, Ελευθέριου Βενιζέλου στην Κεντρική Πλατεία Ιωαννίνων το 1985, Αγγελή Γοβιού στα Ψαχνά Ευβοίας), αλλά και πολυάριθμα μετάλλια. Κέρδισε επίσης το Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, στον Αρμυρό του Βόλου (1985), το Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, στα Γιάννενα (1985), και το Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, στη Μεταμόρφωση Αττικής (1992). Έχει οργανώσει πάνω από 50 ατομικές εκθέσεις, με την έκθεσή του το 2012 «Φαντάσματα» στο κτήριο της Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη να ξεχωρίζει, όπως και εκείνη στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα το ίδιο έτος, καθώς και του 2021 στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, ενώ έχει συμμετάσχει και σε δεκάδες ομαδικές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Βορρέ, την Πινακοθήκη Πιερίδη, το Μουσείο Θεσσαλονίκης, την Πινακοθήκη του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), τη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, τη Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, την Πινακοθήκη Φλώρινας, την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, την Πινακοθήκη Κουβουτσάκη στην Κηφισιά, την Εθνική Γλυπτοθήκη, το Προεδρικό Μέγαρο, όπως και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές, κ.α.
Το έργο του Θ. Παπαγιάννη έχει βιωματική αφετηρία και συνομιλεί διαρκώς με την ιστορία του τόπου του, τόσο την εμβληματική αρχαιοελληνική όσο και την ακατάγραφη ιστορία του λαού. Πραγματεύεται τα πρωταρχικά ζητήματα της ύπαρξης και δεν διστάζει να αναμετρηθεί με τις διαχρονικές δυσκολίες της πατρίδας του, όπως εκείνες της ξενιτιάς και της επιβίωσης, πλάθοντας συχνά έργα με θεματική τους τα ψωμιά και τη μετανάστευση, θέλοντας ταυτόχρονα να απαθανατίσει τις μορφές εκείνων των «καταπληκτικών ανθρώπων που στραβογέρασαν στην ξενιτιά», όπως τονίζει.[4] Στο Μουσείο του αναδεικνύονται τέσσερα βασικά θέματα: το ψωμί, η μάθηση, ο ευεργετισμός και ο μετανάστης. Ο Θ. Παπαγιάννης δίνει ιδιαίτερο βάρος στο σχέδιο, το οποίο τροφοδοτεί διαρκώς τη γλυπτική του, εμβαθύνοντας μέσω αυτού στη ζωή και στη φύση, απελευθερώνοντας έτσι το γλυπτό του με τον σχεδιασμό στο χώρο.[5] Μετά την πυρκαγιά του Πολυτεχνείου στα επεισόδια του Νοεμβρίου του 1991 αναζητάει τρόπο να ξορκίσει το κακό, αναπλάθοντας τα αποκαΐδια του πολυτεχνείου για να δημιουργήσει μνημειακά γλυπτά, τα «φαντάσματά» του, δημιουργώντας υπερφυσικού μεγέθους μορφές-σκιάχτρα, τα οποία αποπνέουν, ταυτόχρονα, μια τοτεμική μεγαλοπρέπεια και μια λιτή αρχαϊκότητα. Συνοδεύει εκείνη την εγκατάστασή του από ένα οργισμένο κείμενο, εμπνευσμένο από τα γεγονότα και την πολιτιστική παρακμή που βίωσε μέσα από αυτά.[6] Τα κατάλοιπα από την πυρκαγιά, που μάζευε μέχρι να τα επιχωματώσουν οι αρμόδιες αρχές,[7] τα χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα για να δημιουργήσει τα ξόανα και τα τοτέμ του, συνδυάζοντάς τα με άλλα βιομηχανικά υλικά, επιτυγχάνοντας μια τολμηρή γλυπτική πρόταση μέσα από υλικά ανακύκλωσης. Όπως θα υπογραμμίσει: «Δεν ξέρω από πόσο μακριά έρχονται οι μορφές αυτές. Δεν ξέρω τι ακριβώς εκφράζουν, αν είναι θεοί ή δαίμονες, αν είναι μυθικές μορφές ή ήρωες της Ιστορίας, λαϊκοί αγωνιστές ή πνευματικοί άνθρωποι, εθνικοί ευεργέτες ή διδάσκαλοι του Γένους, φαντάσματα του νου ή εφιάλτες. Πιθανόν να είναι κάτι από όλα αυτά».[8] Ταυτόχρονα, δουλεύει εκατοντάδες μορφές μικγρογλυπτικής, αναβιώνοντας το συλλογικό στοιχείο μέσα από τις περίτεχνα χρωματισμένες και γεωμετρικά άψογα δουλεμένες μορφές της πρόσφατης και παλαιότερης ιστορίας, που συχνά έχουν μια αρχετυπική τάση. Τα υλικά της γλυπτικής του είναι ποικίλα, όπως πηλός, μέταλλα, ξύλα, πολυεστέρες, σχοινιά, καρφιά, σύρματα, ορείχαλκος, πέτρες και μάρμαρα. Μέσα από την ανάμιξη τους, όπως για παράδειγμα τον συνδυασμό διαφορετικής προέλευσης μαρμάρων, κατορθώνει να δώσει έναν χρωματικό τόνο στις μορφές του, και να δημιουργήσει μια ιδιαίτερη μορφή γλυπτικής που τον χαρακτηρίζει.[9] Τα έργα του, αν και πατάνε με σιγουριά στο παρελθόν, δεν παύουν να ανήκουν και στην εξπρεσιονιστική τάση της μεταπολεμικής αφαίρεσης, ειδικά τα τεκτονικά γλυπτά του, τα οποία θα χαρακτηριστούν και ως «μετακυβιστικά».[10] Ένα από τα πιο βασικά του θέματα, το οποίο αναδεικνύεται όπως αναφέρθηκε στο Μουσείο του, είναι το ψωμί, ο ίδιος το θεωρεί σύμβολο της επιβίωσης του ανθρώπου, όπως θα γράψει χαρακτηριστικά: «“επιτρέπει στον άνθρωπο να γίνει πολιτισμένος”, θα διαβάσουμε στο έπος του Γκιλγκαμές». O γλύπτης συνομιλεί και αναβιώνει την παράδοση μέσα από την ανάδειξη των καθημερινών αντικειμένων και εργαλείων. Όπως θα τονίσει η μελετήτρια Flavia Nessi-Γιαζιτζόγλου, «η παράδοση της έξαρσης του άψυχου αντικειμένου, προϋποθέτει την ανθρώπινη παρουσία και με τον τρόπο αυτό ο Παπαγιάννης εντάσσεται στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης».[11] Ο Χρύσανθος Χρήστου θα τονίσει με εκφραστική συμπύκνωση πως ο γλύπτης: «μετατρέπει τα οράματά του, όπως και τα βιώματα και τις συναντήσεις του, με τον κόσμο και τη ζωή, σε μορφές πρόσωπα με καθολικές προεκτάσεις». Ενώ η Κάτια Κιλεσοπούλου θα ανιχνεύσει με επιτυχία την προσπάθειά του να καταπολεμήσει την αποπνευμάτωση της εποχής του: «Σε μία εποχή κατάρρευσης και εκμηδένισης της έννοιας του ιερού, ο καλλιτέχνης αφυπνίζοντας συνειδήσεις, καθαγιάζει στα δημιουργήματά του ότι πιο ζωτικό για την ανθρώπινη ζωή». Τέλος, ο μεγάλος δάσκαλός του Γιάννης Παππάς θα διακρίνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά του: «Ματιά κοφτερή, επιτήδειο χέρι, αντοχή στη συγκέντρωση, ελαφράδα στην επιμονή, φαντασία κι αποφασιστικότητα (…) άγρυπνη συνείδηση (…) ταπεινοφροσύνη και ανιδιοτέλεια».
[1] Ο ίδιος θα δηλωσει: «Με σημάδεψε εκείνη η εποχή. Όταν διαχειριστείς την τέχνη της αρχαιότητας, σαγηνεύεσαι, βλέπεις το μεγαλείο της σε βάθος, είναι δύσκολο να σε επηρεάσουν άλλα πράγματα χαμηλότερης ποιότητας. Είναι ασύλληπτο το πού έφτασαν οι άνθρωποι της αρχαιότητας. Είδαν τη ζωή σε βάθος, τη μετουσίωσαν με σοφία και την έκαναν τέχνη» (βλ. Νεκταρία Ζαγοριανάκου, «Θεόδωρος Παπαγιάννης: Ο Ηπειρώτης δάσκαλος που έβαλε την τέχνη στη ζωή του πολίτη», Athens Voice, 8/2/2019)
[2] Γερακίνα Ν. Μυλωνά, «Παραστάσεις του Αριστοτέλη στη νεοελληνική τέχνη», Μακεδονικά, τ. ΚΗ’, σ. 376.
[3] Στην έκθεση του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών στο ελληνικό περίπτερο της Πανεπιστημιούπολης (βλ. Ευριδίκη Trichon-Μιλσανή, «Κριτικά σχόλια για τις εκθέσεις», Εικαστικά, Ιούλιος Αύγουστος 1982, σ. 61).
[4] Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Θεόδωρος Παπαγιάννης», Ελληνικό – Ιωαννίνων, Δήμος Καστανοχωρίων 2009, από τον πρόλογο του καλλιτέχνη.
[5] Όπως υπογραμμίζει σχετικά με το σκίτσο ο στενός φίλος του Θ. Παπαγιάννη και επιφανής γλύπτης της Διασποράς Κώστας Ανδρέου: «Είναι η βάση και το ξεκίνημα που ανοίγει στο μελλοντικό έργο την πόρτα προς το φαινόμενο της δημιουργίας» (Κώστας Ανδρέου 1917-2008. «Post–Mortem», Ίδρυμα Ευγενίδου 2009).
[6] Όπως θα γράψει: «Έβγαλα το Μαύρο απ’ την ψυχή μου, που χρόνια τώρα οι κάθε είδους εμπρηστές την ποτίζουν. Όρθωσα σύμβολα της παρακμής ενός κόσμου που αλληλοσπαράσσεται και μιας πατρίδας που μοιάζει να μην έχει κανένα μέλλον».
[7] Βλ. τις δηλώσεις του ίδιου: «πήραν τα μπάζα και τα πήγαν σε ένα ρέμα στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου. Κι εκεί πήγαινα συνέχεια. Τα έβγαζα από το ρέμα, τα έσωζα. Ώσπου μια μέρα έριξαν χώμα. Σκέπασαν με χώμα τα απομεινάρια της καταστροφής. Σκέπασαν τις ενοχές μας με χώμα» (Νεκταρία Ζαγοριανάκου, ό.π.).
[8] Βλ. «Τα υπερφυσικά τοτέμ του Παπαγιάννη στο Μουσείο Λαδιού του Πολιτιστικού Ιδρύματος Πειραιώς», iefimerida.gr, 30/6/2017.
[9] Άλλωστε στην αρχαιοελληνική τέχνη το χρώμα ήταν εις χρήση και στη γλυπτική.
[10] Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Θεόδωρος Παπαγιάννης. Σύγχρονη γλυπτική με άρωμα αρχαιότητας», ό.π..
[11] Από το κείμενο «Ο βλοσούρας, η σκάφη και η γάστρα», στο ό.π..
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά