Βιογραφία
Στο πεδίο ανάδυσης μιας νέας πρωτοπορίας στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, κυρίως από το τέλος της δεκαετίας του 1960, με βασικό εκφραστή της τον Andy Warhol (1928-1987), σε μια περίοδο που επικρατούσε η λογική της «απροκατάληπτης κατάφασης» της pop art και, παράλληλα, η πλήρης αποδοχή της κουλτούρας του θεάματος,[1] ανατέλλουν δύο επιφανείς Ελληνοαμερικανοί καλλιτέχνες της Διασποράς, αρχικά ο Λουκάς Σαμαράς (1936-2024) και στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1980, ο μαθητής και φίλος του Φίλιππος Τσιάρας. Ο Φ. Τσιάρας γεννήθηκε το 1952 στο Νιου Χάμσαϊρ της Βοστόνης, με καταγωγή πατρός από τα Γρεβενά της Μακεδονίας, και μητρός από τη βόρεια Θεσσαλία. Ήταν, όπως θα καταθέσει ο ίδιος: «γιος μας αριστερής οικογένειας με αντάρτικο παρελθόν, που εκδιώχθηκε από την Ελλάδα μετά τον πόλεμο για πολιτικούς λόγους».[2] Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του συνήθιζε να τον βάζει να απομνημονεύει και να απαγγέλλει ποιήματα Ελλήνων ποιητών του τέλους του 19ου αιώνα, πατριωτικού κυρίως περιεχομένου.[3] Μεγαλώνοντας γοητεύεται από το βιβλίο Ο Ξένος του Albert Camus και τον Υπαρξισμό, κατανοώντας τον βιωματικά ως μια πολιτισμική αποξένωση.[4] Σπουδάζει στο Amherst College της Μασαχουσέτης κλασική μουσική και συγκριτική λογοτεχνία. Παράλληλα, στη διάρκεια των σπουδών του, διερευνά συστηματικά την τέχνη της φωτογραφίας. Αρχικά θα διακριθεί ως ποιητής, κερδίζοντας το 1975 το βραβείο της αμερικανικής ακαδημίας, και στη συνέχεια, το 1976, την υποτροφία Thomas Watson. Τότε θα ταξιδέψει στην Ελλάδα με σκοπό να μεταφράσει Ρίτσο, Ελύτη και ποιητές της πρωτοπορίας, συγκεκριμένα τον Τάσο Δενέγρη και την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Εν τέλει θα αφήσει την ενασχόληση με τον Ρίτσο και θα κάνει συντροφιά με τους νέους τότε ποιητές, καλλιεργώντας, όμως, την κλίση του προς τα εικαστικά και τη φωτογραφία. Η ευκαιρία που θα του δώσει ο Jean Brenier, με την επιτυχημένη έκθεση (γι’ αυτήν γράφτηκαν κριτικές, σαλόνια στο περιοδικό Γυναίκα και γυρίστηκε τηλεοπτική εκπομπή από τη Μαρία Καραβία) που θα διοργανώσει στην γκαλερί του τελευταίου στην Αθήνα το 1977, με έργα ζωγραφικής πάνω σε φωτογραφίες, θα τον στρέψει προς την τέχνη της ζωγραφικής, στροφή που θα οριστικοποιηθεί με την επιτυχημένη έκθεση του στη Νέα Υόρκη το 1980.[5] Αυτή του η τάση στην πραγματικότητα υπήρχε από την αρχή της δεκαετίας του 1970, όταν είδε το περιοδικό Art in America του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1970 με το εξώφυλλο του Λουκά Σαμαρά, το οποίο φιλοξενούσε δισέλιδο με έργα του. Το 1976 επιδίωξε να τον γνωρίσει και ο κοινωνικά κλειστός κατά τ’ άλλα Σαμαράς δέχτηκε την επίσκεψή του, κυρίως γιατί του κίνησε την περιέργεια το στοιχείο ότι εκτός από καλλιτέχνης ήταν και ποιητής. Σε αυτή τη συνάντηση απήγγειλαν ο ένας στον άλλον ποιήματα που είχε γράψει ο καθένας για την Ελληνίδα γιαγιά του. Από τότε διατήρησαν μια θερμή φιλική σχέση, μέντορα-μαθητή. Μάλιστα, ο Σαμαράς τον απέτρεψε από το να εργαστεί στο περίφημο «The Factory» του Warhol, όπου τον είχε καλέσει ο διάσημος Αμερικανός καλλιτέχνης, προτρέποντάς τον να καλλιεργήσει το δικό του εικαστικό ιδίωμα. Εξάλλου, ο Φίλιππος Τσιάρας είναι ένας πρωτίστως αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, και αυτό το στοιχείο θεωρεί και ο ίδιος ότι του επέτρεψε να έχει την προσωπική του συνεισφορά στην τέχνη της πρωτοπορίας, σε μια περίοδο που στην Αμερική άνθιζε μια περιοχή της τέχνης που ο ίδιος αποκαλεί «επιθετικά ναΐφ».[6] Είναι εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη, όπου μετακόμισε μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές, έχοντας βάση του το μοντέρνο του στούντιο στο Μανχάταν, αλλά επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα, στο σπίτι που διατηρεί στο Κολωνάκι και στο εξοχικό σπίτι του στη Λευκάδα.
Ο Φίλιππος Τσιάρας έχει παρουσιάσει το έργο του μέχρι σήμερα σε περίπου 80 ατομικές εκθέσεις και σε ακόμα περισσότερες ομαδικές. Πρωτοπαρουσίασε έργα το 1974 και το 1975 στο Amherst College και στο Seattle το επόμενο έτος, αλλά η πρώτη του σημαντική έκθεση ήταν αυτή που αναφέρθηκε στην Αθήνα το 1977, με την βοήθεια του συλλέκτη και γκαλερίστα της Διασποράς Αλέξανδρου Ιόλα. Στη συνέχεια παρουσιάζει σχεδόν σε ετήσια βάση έργο του στις Η.Π.Α., κυρίως στη Νέα Υόρκη, στη Haber / Theodore Gallery αρχικά, και στη συνέχεια, εκτός των άλλων, στη Shea & Beker Gallery (1988, 1989), και στο Ελληνικό Προξενείο (2002), και το 2017 σε έκθεση με τον τίτλο «Diaspora». Επίσης, οργάνωσε εκθέσεις στο Denver στην Inkfish Gallery (1989, 1993 όπου παρουσιάζει τη σειρά έργων «Horses», 1997), το Miami (1986, 1989, 1991), το Los Angeles (1989) και αλλού. Μεγάλο αριθμό εκθέσεων θα οργανώσει στην Ιταλία (1981 Μιλάνο, 1983 Τορίνο, 1992 Μιλάνο, 1995 Συρακούσες και Βενετία, 2001 Φέλτρε και Βενετία, 2002 Μιλάνο, 2003 Βενετία), όπου παρουσιάζει τρεις φορές έργο του στην Μπιενάλε της Βενετίας, στην οποία θα βραβευτεί το 1995 για το έργο του «Πολιτισμός του Νερού» («Civiltà dell’Acqua»), που είχε στηθεί στο Μεγάλο Κανάλι. Στην Ελλάδα διατηρεί ιδιαίτερα τακτική επαφή με τις γκαλερί, παρουσιάζοντας έργα του αρχικά στην Γκαλερί Jean Bernier (1977, 1984), που αναφέρθηκε, και σε πολλές ακόμα στη συνέχεια στην Αθήνα (1992 Γκαλερί Titanium, 1994 «Πιερίδης», 1995 Γκαλερί Aria, 2015 & 2016 & 2021 Blender Gallery) και σε πολλές άλλες πόλεις.[7] Ατομικές εκθέσεις έχει κάνει επίσης στη Γερμανία (1993 Βόννη, 1994 Μάνχαϊμ την έκθεση «Aiplanes and ceramic»), τον Καναδά (1997 Τορόντο και Κάλγκαρι, 1998 Μόντρεαλ), την Τζαμάικα (1997 Κίνγκστον), το Χονγκ Κονγκ (2002), την Τουρκία (2006, 2007 – την έκθεση «Sandwiches» – και 2008 Κωνσταντινούπολη, 2008 Αλικαρνασσός), το Ηνωμένο Βασίλειο (2009, 2022 Λονδίνο), την Κίνα (2014 Σεντζέν), και την Πολωνία (2015 Σόποτ). Στα πλαίσια των ομαδικών εκθέσεων που συμμετείχε θα ταξιδέψει με το έργο του ακόμα στην Ιαπωνία (1985 Κόμπε, Τοτσίγκι και Τόκυο), την Ελβετία (1992 Βασιλεία), τη Σουηδία (1994 Γκότλαντ) και αλλού, ενώ έλαβε μέρος και στην έκθεση «Modern Odysseys», που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1999 και στη Θεσσαλονίκη το 2000, αποκλειστικά με επιφανείς Ελληνoαμερικανούς καλλιτέχνες της Διασποράς. Εκτός από τα βραβεία που αναφέρθηκαν, θα του απονεμηθεί ακόμα το 1980 το New York State C.A.P.S. Grant, το 1994 το Blickle Stiftung Prize για τη φωτογραφία, καθώς και δύο φορές το N.E.A. Grant, το Αριστείο των Τεχνών από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας και το Lifetime Achievement Artist Award από το The Alexandrion Foundation. Έργα του βρίσκονται σε πολλές συλλογές και μουσεία, με κυριότερα το ΜΕΤ της Νέας Υόρκης, τη Συλλογή της Εθνικής Τράπεζας, τη Συλλογή Εμφιετζόγλου κ.ά. Τέλος, στη νέα Μαρίνα της Βουλιαγμένης βρίσκεται γλυπτό του 3 μέτρων με τίτλο «Ο αριβίστας» («The social climber»), που είχε παρουσιαστεί στην Μπιενάλε της Βενετίας. Για τον καλλιτέχνη έχουν γραφτεί 18 βιβλία και κατάλογοι, από σημαντικούς εκδότες, όπως οι Electa, Mondadori, κ.ά.
Το έργο του Φίλιππου Τσιάρα, αν και εφορμά από εκείνο του Andy Warhol, του οποίου έργα συνέλεγε ο καλλιτέχνης, διαθέτοντας κάποια στιγμή περίπου 70 μοναδικά χαρτιά του σε καμβά,[8] εντάσσεται στις πιο κριτικές και προσωπικές εικαστικές προτάσεις της σύγχρονης τέχνης, εγγύτερα σε εκείνο του Σαμαρά, κάνοντας, όμως, ποικίλες αναφορές στο παρελθόν, που ανάγονται από τους Κόπτες ζωγράφους και το Βυζάντιο μέχρι τους Φωβ, τους Κυβιστές, και τους Munch, Dubuffet, Bosch, Redon και Pollock.[9] Αρχικά, θα κινηθεί δημιουργικά γύρω από την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, προσδίδοντας, όπως τονίζει η Νίκη Λοϊζίδη, μια νέα πλαστική και μυθολογική διάσταση στην τέχνη του «φωτομοντάζ».[10] Μάλιστα, όπως σημειώνει επιπρόσθετα ο Χρύσανθος Χρήστου, κατορθώνει να γίνεται αναγνωρίσιμος επειδή συνδυάζει υλικά και εκφραστικά στοιχεία διαμορφώνοντάς τα σε μια νέα ενότητα.[11] Μία από τις σειρές έργων που μελετάει επί περίπου τριάντα χρόνια στη ζωγραφική του είναι η ονομαζόμενη Dot Pop, με την πληθωρική χρήση τελείων/κουκίδων στα χνάρια των νεο-ιμπρεσιονιστών, με τις οποίες δημιουργεί μοντέρνες αγιογραφίες διάσημων προσωπικοτήτων, με αναφορές στη βυζαντινή τέχνη τόσο του ψηφιδωτού όσο και της αγιογραφίας, με την θρησκευτική ένταση που έδινε η βυζαντινή αγιογραφία στο απεικονιζόμενο πρόσωπο, λόγω της έλλειψης προοπτικής και φόντου, τα οποία κυριάρχησαν στη δυτική ζωγραφική μετά την Αναγέννηση.[12] Ο ίδιος, εξάλλου, δηλώνει τον θαυμασμό του για το παρελθόν, παρά τη φανερά μοντέρνα εικαστική του ματιά: «όλα στην πραγματικότητα είναι χτισμένα πάνω στο παρελθόν, αλλά με φρέσκες και φαντασιακές και ακόμα ακραίες παραλλαγές».[13] Στο έργο του ασχολείται πολύ συχνά με τα ίδια θέματα, όπως αεροπλάνα, κεφαλές, αγγεία, άλογα.[14] Ανάμεσα στις θεματικές σειρές που έχει αναπτύξει ξεχωρίζουν οι λεγόμενες «Τοπολογίες», το «Οικογενειακό Άλμπουμ», η σειρά «Horse-Boy», τα «Sandwiches», τα γυάλινα γλυπτά του, τα «Υγρά κεφάλια» και τα «Νυχτερινά σχέδια».[15] Ο Φ. Τσιάρας κινείται με τόλμη σε δημιουργικά εύφορες αλλά και δύσβατες περιοχές του ασυνείδητου, δίνοντας δημιουργικά αποτελέσματα που, αν και εφορμούν από την προσωπική του ζωή, αγγίζουν θέματα με διαχρονικό και έντονο ενδιαφέρον. Η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν θα επισημάνει αυτή τη χαρισματική πτυχή της ψυχογραφικής δουλειάς του καλλιτέχνη: «Αναπλασμένα μεσ’ από επάλληλες και αλληλοσυμπλεκόμενες χρωματικές δίνες και πλέγματα, τα ψυχικά ερεθίσματα του Φιλίππου Τσιάρα ενσαρκώνουν μιαν εμπνευσμένη και συγχρόνως συνεχώς μεταλλάξιμη “χρυσή τομή” ανάμεσα στον οργανικό και στο “ψυχολογικό”, το ”αρχέγονα γήινο” και το “προαιώνια μεταφυσικό”».[16] Ο Μιλτιάδης Παπανικολάου θα τονίσει εξίσου χαρακτηριστικά για το έργο του: «Ο κόσμος του μύθου και του ονείρου, η αέναη επιθυμία της πτήσης και της υπέρβασης των γήινων περιορισμών μεταπλάθονται σε εικόνες εξπρεσιονιστικού πάθους και σουρεαλιστικές συνθέσεις».[17] Μέσα από τη μεγάλη πληθώρα μέσων και υλικών που χρησιμοποιεί καταφέρνει να διατηρεί στην τέχνη του μια φρέσκια και παιχνιδίζουσα αίσθηση, διαποτισμένη ταυτόχρονα από μια διανοητικότητα.[18] Η στοχαστική διάσταση του έργου του εκφράζεται μέσα από μια διαπλοκή του υποκειμενικού και του αντικειμενικού στοιχείου, του ονείρου και της σκέψης, σε ένα φαινομενολογικό τόπο, όπως επισημαίνει ο Θεόδωρος Γεωργίου.[19]
Εξάλλου, ο Τσιάρας είναι ένας κατεξοχήν καλλιτέχνης της Διασποράς ο οποίος έχει δεχθεί μια πληθώρα από κοινωνικο-θρησκευτικά ερεθίσματα μεταπλάθοντάς τα σε πανανθρώπινα μηνύματα.[20] Στοιχείο χαρακτηριστικό του Τσιάρα, εκτός από την τάση προς το προσωπικό στοιχείο στην τέχνη που αναφέρθηκε, στο οποίο ωθήθηκε και από τον Λουκά Σαμαρά, είναι επίσης, το στοιχείο του horror vacui, όπως έχει τονίσει ο Marco Meneguzzo, δηλαδή του τρόμου του κενού, που χαρακτηρίζει κυρίως τους μπαρόκ καλλιτέχνες, αλλά εδώ αποκτάει μια γνήσια σύγχρονη εκδοχή, καθώς συνδυάζεται με τη συνείδηση της υπερχείλισης από έναν πολιτισμό των αντικειμένων, χωρίς, όμως, ο Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης να ξεχνάει να διακρίνει ανάμεσα στη χρηστικότητα του αντικειμένου και την αισθητική του αξία, όπως τις διέκρινε πρώτος εννοιολογικά ο φιλόσοφος Georg Simmel ήδη το 1911.[21] Ένα επίσης διακριτό στοιχείο της εικαστικής του δημιουργίας είναι η πίστη σε μια ζωτική ορμή, όπως τονίζει ο Donald Kuspit, η οποία είναι μια προσωπική τάση που συμβαδίζει με το γίγνεσθαι, που είναι άλογο και απρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο ο εαυτός γίνεται ένα με τη δύναμη της ζωής που τον περιβάλλει.[22] Στην Ελλάδα, άλλωστε, προσωποποίηση της ζωτικής ορμής στη λογοτεχνία αποτελεί ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη. Ο Τσιάρας διατηρεί σε όλο το έργο του μια αισθησιακότητα που συμπλέκεται με τον κόσμο του ασυνείδητου, μια απτικότητα που επιζητά την μνήμη, εμπλουτίζοντας την εμπειρία και εξάπτοντας τη φαντασία, όπως σημειώνει η Catherine Cafopoulos.[23] Το έγκριτο περιοδικό Artforum θα περιγράψει με λίγα λόγια τα ζωγραφικά έργα του σαν «εμπλουτισμένα και ζωηρά έργα με υπέρμετρη χρήση του χρώματος και πολύπλοκους σχηματισμούς». Οι φωτογραφίες του πάλι, διακρίνονται για την αισθησιακή τους αυτάρκεια και την κριτική τους στάση απέναντι στη σύγχρονη α-καλαισθησία,[24] με αναφορές σε σημαντικούς φωτογράφους-καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με την αυτοπροσωπογραφία, όπως οι Λουκάς Σαμαράς, Melissa Shook, Paul Diamond, Lee Friedlander.[25] Με τα λόγια του ομότεχνού του Ανδρέα Γιαννούτσου, ο Τσιάρας «σαρκάζει στο έργο του το απονευρωμένο από ανθρώπινα κίνητρα και επιθυμίες αμερικανικό όνειρο, αναδεικνύοντας προσωπικά πολιτιστικά στοιχεία, εκείνα που ανάγονται στην παιδική του ηλικία και το προγονικό παρελθόν του».[26]
[1] Αυτή η τάση εκφράστηκε από το περιοδικό Interview, του οποίου ήταν συνιδρυτής ο Warhol (βλ. James Meyer, «The mirror of fashion: Dale McConathy and the neo-avant-garde», Artforum, τ. 39, τχ. 9, Μάιος 2001).
[2] «Συνέντευξη» στη Συραγώ Τσιάρα, στο Διάφανοι Τόποι, Μάρτιος-Απρίλιος 2003, Εικαστικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας, Μάιος-Ιούνιος 2003, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, σ. 24.
[3] Συνέντευξη στον Michael Komanecky, στο Philip Tsiaras. Private Myths, The Currier Gallery of Art, 1992, σ. 28.
[4] «Dialogue between Philip Tsiaras and Francesca Alfano Miglietti», πηγή: https://tsiaras.com/dialogue-between-philip-tsiaras-and-francesca-alfano-miglietti/
[5] Βλ. συνέντευξη του καλλιτέχνη στον Ηλία Κανέλλη, στο περιοδικό Αντί, τχ. 620, 8/11/1997, σ. 50.
[6] Βλ. ό.π., σ. 51.
[7] 1995 Κεφαλλονιά, 1996 Βούλα, 2003 Θεσσαλονίκη και Λάρισα, 2006 Χαλκιδική, 2009 Θεσσαλονίκη, 2016 Αστέρας Βουλιαγμένης, 2017 Amanzoe Κρανίδι, 2018 Πάρος και Μύκονος, 2019 Βουλιαγμένη. Eνώ δουλειά του έχει παρουσιαστεί και στις πινακοθήκες της Σύρου, της Ιθάκης και της Κέρκυρας.
[8] Βλ. Lee Sharrock, «Philip Tsiaras: “The Greek Warhol”», Art Plugged, 29/11/2022, πηγή: https://artplugged.co.uk/philip-tsiaras-the-greek-warhol/
[9] Βλ. συνέντευξη του καλλιτέχνη στον Michael Komanecky, ό.π., σ. 20.
[10] Νίκη Λοϊζίδη, Έλληνες καλλιτέχνες του εξωτερικού, Αθήνα 1983, σ. 230.
[11] Crysanthos Christou, Artists abroad, μτφρ. Diana Ladas, Αθήνα 1988, σ. 290.
[12] Βλ. Lee Sharrock, ό.π.
[13] «Everything in reality is built on the past, but with fresh and imaginative and even extreme variations», βλ. Fotini Androulaki, Volta, 11/11/2022, πηγή: https://voltamagazine.com/mia-elliniki-odysseia-me-superdots-apo-ton-phillip-tsiaras/
[14] Βλ. το σχόλιο της Κατερίνας Καραβίδα, στο Philip Tsiaras. Atlantis, Tsatsis Projects / Artforum, Θεσσαλονίκη 2006.
[15] Για τις δύο τελευταίες βλ. Amy Fine Collins, Art in America, Απρίλιος 1989, σ. 267.
[16] Ψυχανάλυση μεσ’ από το χρώμα, επιμ. Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Galerie Titanium 1995, σ. 7.
[17] Βλ. στο Διάφανοι Τόποι, ό.π., σ. 10.
[18] Βλ. το σχόλιο του Michael Komanecky στο Private Myths, ό.π.
[19] Θεόδωρος Γεωργίου, «Τέχνη: η υποκειμενικότητα που ονειρεύεται», στο Topologies and Ceramics, ό.π., σ. 8.
[20] Βλ. Evi Baniotopoulou, «Philip Tsiaras: Between the dot and the galaxy – the superdot», στο Philip Tsiaras. The Superdot, Aθήνα 2021, σ. 18.
[21] Marco Meneguzzo, «Un mondo di oggetti», πηγή: https://tsiaras.com/un-mondo-di-oggetti-by-marco-meneguzzo/
[22] Donald Kuspit, «“Philip Tsiaras’ Elan», πηγή: https://tsiaras.com/philip-tsiaras-elan-by-donald-kuspit/
[23] Catherine Cafopoulos, Arti, τχ. 26, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1995, σ. 235.
[24] Άγγελα Κυριακοπούλου, Eικαστικά, Μάρτιος 1984, τχ. 27, σ. 45-46.
[25] Allan D. Coleman, «Philip Tsiaras: Photography Using Artist», στο The Supereal Philip Tsiaras 1971-2009, 9/10-6/12/2009 Θεσσαλονίκη : Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2009, σ. 41.
[26] Ανδρέας Γιαννούτσος, «Ο Νόστος του “Οδυσσέα” και το εαρινό μπόλι», στο Διάφανοι Τόποι, ό.π., σ. 12.
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά