Βιογραφία
Ο Πάνος Αραβαντινός, όνομα χαραγμένο στην ιστορία της ευρωπαϊκής σκηνογραφίας, υπήρξε καλλιτέχνης σπάνιου ταλέντου και πρωτοποριακής ματιάς. Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1886, έδειξε από μικρή ηλικία την έμφυτη κλίση του προς τις τέχνες. Το πάθος του για τη ζωγραφική και το θέατρο τον οδήγησε από τις χαμηλά φωτισμένες αίθουσες του νυχτερινού σχολείου του Πολυτεχνείου στην Αθήνα στις μεγάλες ακαδημίες του Βερολίνου και του Παρισιού. Κοσμοπολίτης και καινοτόμος, ο Αραβαντινός άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ευρωπαϊκή σκηνογραφία, συνδυάζοντας την εικαστική ζωγραφική με την αρχιτεκτονική, το μυστηριακό με το απτό. Αφού φοίτησε για λίγο στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τέχνης του Βερολίνου (1907-1910). Εκεί ήρθε σε επαφή με την πρωτοπορία της ευρωπαϊκής τέχνης και συναναστράφηκε σημαντικούς διανοούμενους και δημιουργούς, εμπλουτίζοντας τη θεώρησή του για την τέχνη.
Το 1910 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά όταν βραβεύτηκε στον διαγωνισμό των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου για το έργο του Η Προσκύνηση των Μάγων. Όμως, η έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων το 1912 ανέκοψε την ανερχόμενη πορεία του, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην Ελλάδα και να καταταγεί ως έφεδρος. Αυτή η περίοδος επηρέασε βαθιά το έργο του, καθώς αποτύπωσε με εξαιρετική ακρίβεια τις στρατιωτικές στολές του ελληνικού στρατού από το 1834 έως το 1900, έργο που εκδόθηκε αργότερα από το Υπουργείο Στρατιωτικών. Η πρώτη του ενασχόληση με τη σκηνογραφία ήρθε το 1914, όταν σχεδίασε τα σκηνικά για την παράσταση Ζωντανές Εικόνες του Συλλόγου Ερασιτεχνών στην Αθήνα. Τα επόμενα δύο χρόνια αφιερώθηκε στο θεατρικό σχεδιασμό, δημιουργώντας πολυτελή και ευφάνταστα σκηνικά για οπερέτες και θεατρικές παραγωγές. Η μεγάλη του αναγνώριση στην Ελλάδα ήρθε το 1916 με την επιθεώρηση Ξιφίρ Φαλέρ, μια παραγωγή που σηματοδότησε μια νέα εποχή θεατρικού υπερθεάματος. Τα σκηνικά του, γεμάτα τολμηρές συνθέσεις και σχεδόν ονειρική ατμόσφαιρα, άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στο ελληνικό θέατρο.
Ωστόσο, η Ελλάδα εκείνης της εποχής προσέφερε περιορισμένες δυνατότητες σε έναν τόσο φιλόδοξο καλλιτέχνη. Έτσι, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε και πάλι στην Ευρώπη, όπου βρήκε τη δημιουργική ελευθερία που επιζητούσε. Το 1918 διορίστηκε σκηνογράφος στο Βασιλικό Θέατρο του Βερολίνου και λίγο αργότερα στην Κρατική Όπερα της πόλης, σηματοδοτώντας την αρχή μιας λαμπρής καριέρας που θα αναμόρφωνε την τέχνη της σκηνογραφίας. Την ίδια περίοδο γνώρισε τον Δημήτρη Γαλάνη και δημοσίευσαν από κοινού πολλές γελοιογραφίες και σκίτσα σε γαλλικά περιοδικά. Η φήμη του εκτοξεύθηκε το 1920, όταν σχεδίασε τα σκηνικά για την όπερα του Ρίχαρντ Στράους Η Γυναίκα δίχως Σκιά. Με αυτό το έργο απέδειξε την ικανότητά του να μετατρέπει τη μουσική σε εικαστική ποίηση, χρησιμοποιώντας το φως, το χρώμα και τον χώρο για να δημιουργήσει μια σχεδόν μυστικιστική ατμόσφαιρα.
Το 1921 βραβεύθηκε από το Γερμανικό Κυβερνητικό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών για τα αρχιτεκτονικά του σχέδια για κρατικά θέατρα και αίθουσες συναυλιών. Το 1926, η καλλιτεχνική του διάνοια αναγνωρίστηκε επίσημα, καθώς του απονεμήθηκε ο τίτλος του καλλιτεχνικού συμβούλου των γερμανικών θεάτρων και του ανατέθηκε η δημιουργία σχολής σκηνογραφίας στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου. Οι σκηνογραφίες του για τα έργα του Βάγκνερ, του Βέρντι, του Μπετόβεν και του Μότσαρτ έγιναν μνημειώδεις, ενώ η ικανότητά του να «μεταφράζει» τη μουσική σε εικόνες θεωρήθηκε αξεπέραστη. Οι γερμανικές εφημερίδες συχνά τον συνέκριναν με τους τότε σπουδαίους σκηνοθέτες, τονίζοντας την πρωτοτυπία και την εικαστική δύναμη των δημιουργιών του.
Παρά την επιτυχία του, ο Αραβαντινός δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του. Το 1927 επέστρεψε στην Αθήνα για να συμβουλεύσει την ανακαίνιση του Δημοτικού και του Βασιλικού Θεάτρου. Το 1930, όμως, όταν κλήθηκε στο Παρίσι για ένα νέο θεατρικό εγχείρημα, προσβλήθηκε από πνευμονία και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών. Ο πρόωρος θάνατός του βύθισε τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας και της Ευρώπης στο πένθος. Σήμερα, τα έργα του εκτίθενται σε μουσεία της Γερμανίας, στην Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Μπενάκη κ.ά. Το Μουσείο Σκηνογραφίας Πάνου Αραβαντινού στον Πειραιά φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη ενός καλλιτέχνη που έκανε την εφήμερη τέχνη της σκηνογραφίας αθάνατη.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια