Βιογραφία
Η κεφαλαιώδους σημασίας για την κοσμοπολίτικη διάσταση και την πολύπτυχη πολιτισμική ανάπτυξη της ελληνικής Διασποράς Αίγυπτος, γενέτειρα του Κωστή Παρθένη (1878-1967) και του Γιάννη Κεφαλληνού (1894-1957), όπου διέπρεψαν οι ρομαντικής απήχησης Έλληνες ζωγράφοι Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), Περικλής Τσιριγώτης (1860-1924) και Θάλεια Φλωρά-Καραβία (1871-1960), και όπου εμπνεύστηκε έργα του ο πρωτοποριακός τοπιογράφος Κωσταντίνος Μαλέας (1879-1928), και ο Δημήτριος Λίτσας (1881-1952), κι έκανε τα πρώτα του βήματα ο διεθνούς απήχησης τεχνοκρίτης Κριστιάν Ζερβός (1889-1970), ήταν η χώρα στην οποία γεννήθηκε η ζωγράφος-γλύπτρια-χαράκτρια Όπυ Ζούνη. Η Ζούνη ανήκει σε μια γενιά πιο πειραματικών καλλιτεχνών που έχει την αφετηρία της στους γεννημένους το ίδιο έτος Χρόνη Μπότσογλου, Γιάννη Μπουτέα και Νίκο Παραλή, οι οποίοι αναζητούν μια προσωπική εικαστική γλώσσα, τολμώντας να εκφράσουν ανανεωτικές τάσεις και να προχωρήσουν σε νέες διατυπώσεις.[1] Στο Κάιρο, όπου γεννιέται, η Ζούνη περνάει ολόκληρη την πρώτη εικοσαετία της ζωής της. Αποκτάει γαλλική παιδεία και καλλιεργεί εξαρχής την τάση της προς την τέχνη της ζωγραφικής, χάρη κυρίως στη μητέρα της. Ήταν κόρη του Γιάννη Σαρπάκη, με ρίζες από την Κρήτη –ο παππούς της ήταν ο ευεργέτης Στυλιανός Σαρπάκης– και της Ελένης, το γένος Μπατίστα. Το 1945 θα χάσει τον πατέρα της και το 1951 τη μητέρα της. Ο αιγυπτιολόγος Γιώργος Μιχαηλίδης, με συλλεκτικό πάθος και γνώση των αρχαίων πολιτισμών, αλλά και της μοντέρνας τέχνης, θα αναλάβει στο εξής την ανατροφή της, όπως και του αδελφού της Στέλιου. Την περίοδο 1959-62 διδάσκεται ζωγραφική δίπλα στον Achod Zorian (1905-1970). Παράλληλα, παρακολουθεί μαθήματα κεραμικής και φωτογραφίας. Στα 21 της έτη, με το που ενηλικιώνεται και έχει πλέον τη δυνατότητα, φεύγει για την Αθήνα. Εκεί περνάει πρώτη τις εξετάσεις της ΑΣΚΤ, όπου μαθητεύει την περίοδο 1963-1968 δίπλα στον Γιάννη Μόραλη (1916-2009), παρακολουθώντας επίσης κεραμική (1963-1965), καθώς και σκηνογραφία (1967-1969), με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Στη Σχολή παρακολουθεί με ιδιαίτερη αφοσίωση τα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης του Παντελή Πρεβελάκη. Το 1965 συνάπτει γάμο με τον Αλέκο Ζούνη, με τον οποίο αποκτούν δύο παιδιά, τον Πέτρο και τον Γιάννη. Το έργο της πρωτοπαρουσιάζεται το 1967 στην 9η «Πανελλήνιο», και η πρώτη της ατομική έκθεση οργανώνεται στη Γαλλία, το 1970. Όπως δηλώνει η ίδια σε ύστερη συνέντευξή της: «Με ξένο διαβατήριο πέρασα στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο. Δεν μπορούσα να παρουσιάσω τη δουλειά μου σε ατομική έκθεση στην Ελλάδα, ως γυναίκα και πρωτοποριακή, κι έτσι άρχισα το 1970 από τη Γαλλία».[2] Με την οικογένειά της θα εγκατασταθεί στην Παλαιά Πεντέλη, όπου διαθέτει ένα ευρύχωρο και φωτεινό εργαστήριο, και όπου θα δραστηριοποιηθεί στα κοινά, ιδρύοντας τον Πολιτιστικό Όμιλο Πεντέλης και αναδεικνύοντας το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, με την παραχώρησή του στο Δήμο Πεντέλης, και συμβάλλοντας στο να σταματήσουν οι εξορύξεις μαρμάρου. Το 1974 αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, κυρίως εξαιτίας των αϋπνιών που την ταλαιπώρησαν, τα οποία τελικά ξεπέρασε χάρη στη συνεχή δημιουργική και κοινωνική της δράση, όπως και το πρόβλημα της δυσλεξίας της, το οποίο ποτέ δεν έκρυψε. Πεθαίνει στις 5 Δεκεμβρίου 2008, μετά από πολυετή μάχη με τη χρόνια νόσο που την προσέβαλε ήδη από το 1996, χωρίς να την πτοήσει, όμως, από το να συνεχίσει άοκνα το έργο της.
Η Όπυ Ζούνη είχε παρουσιάσει έργα της ήδη το 1962 στο Κάιρο, αλλά η δημιουργική πορεία της ξεκινάει συστηματικά τη δεκαετία του 1970, μετά την έκθεσή της στο Μπιαρίτς της Γαλλίας. Το 1971 παρουσιάζει έργο της στην Ελληνοαμερικανική Ένωση στην Αθήνα, δείχνοντας την ικανότητά της στην οπ-αρτ (οπτική τέχνη) και στο χειρισμό του πλαστικού.[3] Το έργο της το επισημαίνουν εξαρχής, εκτός από τον Αλ. Ξύδη, και οι Έφη Ανδρέαδη, Τώνης Σπητέρης κ.ά.[4] Στη συνέχεια θα γράφει τακτικά για εκείνη στον ημερήσιο Τύπο η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, καθώς και η Βεατρίκη Σπηλιάδη. Ακόμα περισσότερο εδραιώνεται στο εικαστικό προσκήνιο με την έκθεσή της στον «Δεσμό» το 1973, όπου γίνεται σαφής η τάση της προς έναν «ασκητικό κονστρουκτιβισμό», και το έργο της διακρίνεται για την «παραδειγματική εκτέλεση» στη «χειροτεχνική εργασία».[5] Τις κατασκευές της Όπυς Ζούνη τις χαρακτηρίζει ήδη από εκείνη την έκθεση, όπως επισημαίνει ο Τ. Σπητέρης, μια «ρυθμοποίηση της επιφάνειας, με την διακοπή της σε αρμονικά χαράγματα, με ορθογώνιες κάθετες προεξοχές».[6] Το 1975 εκθέτει στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Με αφορμή αυτή της την έκθεση, σε συνέντευξή της, υπογραμμίζει από τότε το στοιχείο της συνέχειας που διακρίνει το έργο της. Αυτή η συνέχεια και σταθερότητα συνίσταται στο ότι βλέπει «τα πράγματα στο αληθινό τους μέγεθος χωρίς ρομαντικές ή άλλες παραμορφώσεις, αλλά με μια ιδεολογική επέκταση», δουλεύοντας, όπως καταθέτει η ίδια, με τις αντιθέσεις και τη συμβολική χρήση των χρωμάτων, καθώς και με τη χρήση του φωτός με τέτοιο τρόπο που να βοηθάει στην έξαρση του βάθους, όπως τονίζει ο Δ. Φατούρος.[7] Βασικό ρόλο στην ανάδειξη του έργου της διαδραμάτισε και ο επιφανής συλλέκτης και γκαλερίστας της Διασποράς, Αλέξανδρος Ιόλας, ο οποίος το 1981 είδε το έργο της και την ενθάρρυνε. Βαδίζοντας με σταθερά βήματα μέσα από τη συνεχή δημιουργία έργων στην περαιτέρω ανάλυση του έργου της και την ανάπτυξή του σε σειρές («Τομές-Αδιέξοδα», «Δέσμες Φωτός», «Τάξη στο χάος» κ.ά.), θα προχωρήσει στην οργάνωση δεκάδων ακόμα ατομικών εκθέσεων στην Ελλάδα[8] και το εξωτερικό.[9] Οι ομαδικές εκθέσεις στις οποίες συμμετείχε ήταν πάνω από 250 τον αριθμό και εδώ μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά: 8η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και 81ο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων του Παρισιού το 1970∙ έκθεση του 1971 με πλαστικά στην Ελληνοαμερικανική ένωση (λαμβάνουν μέρος 13 καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Ξενάκης, Καναγκίνη, Τούγιας, Χουτοπούλου, Διοχάντη, Ξαγοράρης, Πηλαδάκης, Ντάβου, Παπασπύρου)∙[10] Σαλόνι της νέας γλυπτικής στο Παρίσι (συμμετέχει και σ’ εκείνα των δύο επόμενων ετών) στους κήπους των Ηλυσίων Πεδίων και το Espace-Pierre-Cardin το 1973, όπου λαμβάνουν μέρος 13 Έλληνες καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Ανδρέου, Απέργης, Ζογγολόπουλος∙ έκθεση που οργάνωσε το ίδιο έτος στο Άμστερνταμ το Καλλιτεχνικό-Πνευματικό Κέντρο «Ώρα» και η Έδρα Βυζαντινής και Νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (λαμβάνουν μέρος ακόμα οι Δ. Γουναρίδης, Π. Ζουμπουλάκης, Λ. Κανακάκης, Χρ, Καράς, Μ. Κατζουράκης, Β. Κατράκη, Ασ. Μπαχαριάν, Γ. Μπουτέας, Φ. Τάρλοου, Π. Τέτση)∙ έκθεση της ομάδας «Διαδικασίες / Συστήματα», στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών το 1976, με τη θεωρητική πλαισίωση του Εμμ. Μαυρομμάτη (με τη συμμετοχή ακόμη των Μιχάλη Κατζουράκη, Γιάννη Μίχα, Γιάννη Μπουτέα, Μπία Ντάβου, Ναυσικά Πάστρα και Παντελή Ξαγοράρη). Συμμετέχει σε πολλές Μπιενάλε χαρακτικής σε όλον τον κόσμο, ενώ λαμβάνει το εθνικό βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ ζωγραφικής της UNESCO στην Cagnes-s-mer το 1971 και το πρώτο βραβείο στην Ουκρανία στην έκθεση Ivanko Frankvisk International Biennal Impreza το 1989. Επίσης λαμβάνει τιμητική διάκριση το 1990 στο Λβιβ και βραβεύεται το 1997 στην International Print Exhibition στο Μουσείο Τέχνης του Portland στο Oregon. Εικονογραφεί, επίσης, εξώφυλλα βιβλίων, συμμετέχει σε επιστημονικά τραπέζια και αρθρογραφεί σε επιστημονικά περιοδικά, με κυριότερη δημοσίευση το άρθρο της «Space through Colour and Illusion», το 1985 στο περ. Leonardo (τ. 18, τχ. 2, σ. 96-99) του MIT. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές Συλλογές και Μουσεία ανά τον κόσμο, όπως το Μουσείο μεταπολεμικής αφηρημένης τέχνης (Kulturspelcher Museum), η Συλλογή Peter C. Ruppert στο Würzburg στη Γερμανία (η μεγαλύτερη συλλογή συγκεκριμένης τέχνης), το Μουσείο του Μονπελιέ (ειδικευμένο στην αφαιρετική τέχνη), η Συλλογή του κτηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, η ΕΠΜΑΣ, κ.ά.
Το έργο της Όπυς Ζούνη εντάσσεται, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά εκεί, στο πλαίσιο της οπτικής τέχνης, της κονστρουκτιβιστικής λογικής, και της γεωμετρικής αφαίρεσης, κινούμενο σε πολλά επίπεδα, δημιουργώντας σκιές και κίνηση με το φως και την έντονη συνύπαρξη αντιθετικών πλακάτων χρωμάτων, που χρησιμοποιούνται πάντα σε εξαιρετικά προσεγμένες αναλογίες. Πρώτη της αγάπη ήταν ο Picasso και ακολούθησαν ο Mondrian και ο Stella.[11] Είναι επίσης φανερές οι αναφορές της στον De Chirico και τον Malevitch, όπως αντικατοπτρίζονται στην τάση της να συνδυάζει τον περιορισμένο χώρο με την αίσθηση μιας απροσδιοριστίας.[12] Η διάθεσή της να καταργήσει τα συμβατικά όρια του έργου τέχνης αντιστοιχεί και στις προτροπές καλλιτεχνών του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, όπως ο Keneth Noland (1924-2010). [13] Τα έργα της δεν περιορίζονται στις δύο διαστάσεις και συχνά, όπως τονίζει η Ντιάνα Αντωνακάτου, «”εξέρχονται” θα λέγαμε από τα δεσμά των ζωγραφισμένων επιφανειών του πίνακα, προεκτείνονται στο δωμάτιο και καθορίζουν ένα χώρο που δεν είναι μόνον αυτός της προοπτικής».[14] Από τη δεκαετία του 1980 κινείται επίσης στο χώρο της εικονικής πραγματικότητας και σταδιακά ενδιαφέρεται και για τα γραφικά των υπολογιστών. Το 1982 εισάγει στα έργα της καθρέφτες, θέλοντας να προσδώσει περαιτέρω κίνηση, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη θεατρική και σκηνική διάσταση του έργου της.[15] Ο Μανώλης Μαυρομμάτης έχει τονίσει ότι αρχικά «αντιμετώπιζε τον κόσμο ως ένα θέαμα το οποίο η ίδια το ανασυγκροτούσε» και ότι επικεντρώθηκε δευτερευόντως στις προοπτικές σχέσεις πολλαπλασιάζοντας και συμπλέκοντάς τες.[16] Την περίοδο που καταλήγει ουσιαστικά στη βασική εικαστική της πρόταση, την οποία θα διερευνήσει ως τα ακραία όριά της, έρχονται στην επιφάνεια και οι θεωρίες του χάους, όπως τις ανέδειξε ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής Ilya Prigogine, ο οποίος έλαβε το Νόμπελ Χημείας το 1977.[17] Φαίνεται ότι η Ζούνη αναζήτησε στις έρευνές της να εκφράσει αυτές τις σχέσεις που εκφράζουν στη φύση τα συστήματα τα «ανατρεπτικά της ισορροπίας», που είναι τελικά ο κανόνας σε σχέση με μια πεπαλαιωμένη πλέον ιδέα προς μια αιώνια σταθερότητα του σύμπαντος.[18] Η σχέση της με τις θετικές επιστήμες φαίνεται και από τη χρήση των μαθηματικών στο έργο της, στοιχείο το οποίο εντάσσει από τους πρώτους στα εικαστικά μαζί με τον Παντελή Ξαγοράρη (1929-2000).[19] Ο Χάρης Καμπουρίδης έχει σημειώσει επίσης τη σχέση της με το έργο ενός Josef Albers (1888-1976), ο οποίος «μιλά για τον “διανοητικό ρεμβασμό” και την ψυχική αυτοσυγκέντρωση που του φέρνουν τα αραβουργήματα με τη ρυθμικότητα των σχημάτων τους».[20] Η ίδια, εξάλλου, έχει παραδεχτεί την οφειλή της στη Σχολή του Bauhaus και την πρώτη της εικαστική έμπνευση, η οποία δεν ήταν άλλη από τα αραβουργήματα στην Αίγυπτο. Σε συνέντευξή της θα τονίσει και την ιδιαιτερότητα που έχει η χρήση της προοπτικής, λαμβάνοντας μια μοντέρνα διάσταση: «Ο τρόπος που χρησιμοποιώ την προοπτική είναι καμιά φορά συνειδητά ανορθόδοξος και εκεί βρίσκεται η σημασία της για μένα».[21] Σε κάθε περίπτωση, η Ζούνη δεν φεύγει από μια εσωτερική αντιμετώπιση της παραστατικότητας, δίνοντάς μας «εννοιολογικά τοπία», όπως τα ονομάζει ο Pierre Restany,[22] θυμίζοντας εδώ τον Nicolas de Staël (1914-1955), εφαρμόζοντας, όμως, με το έργο της, που έχει πάντα την αφετηρία του στη φύση και την ενστικτώδη σχέση με το φως όπως το γνώρισε στην Αίγυπτο και την Αττική, όπως τονίζει ο Restany, τη γεωμετρική αυστηρότητα του Mondrian, διορθωμένη κάτω από το φως ενός Matisse.[23]
[1] Βλ. Χρύσανθος Χρήστου, Ελληνική τέχνη. Ζωγραφική 20ού αιώνα, Αθήνα 1996, σ. 32.
[2] Φωτεινή Μπάρκα, «Με το χρώμα και το φως», Ελευθεροτυπία, 13/11/2006 (πηγή: ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[3] Βλ. Αλέξανδρος Ξύδης, Προτάσεις για την Ιστορία τηςΝεοελληνικής Τέχνης. Τ. Α’ Διαμόρφωση – Εξέλιξη, Αθήνα 1976, σ. 276.
[4] Βλ. Έφη Ανδρεάδη, εφημ. Το Βήμα, 10/7/1971.
[5] Αλ. Ξύδης, ό.π., σ. 286.
[6] Εφημ. Τα Νέα, 18/1/1973 (πηγή: ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[7] Βλ. Αχιλλέας Χατζόπουλος, εφημ. Θεσσαλονίκη, 3/1/1975 (πηγή: ό.π.)
[8] 1976, «Πολύπλανο», Αθήνα∙ 1978, Α.Τ.Α., Αθήνα∙ 1980, «Σύγχρονη Χαρακτική», Αθήνα∙ 1982 «Μέδουσα», Αθήνα∙ 1984, Galerie 3, Αθήνα∙ 1985, «Άνεμος», Κηφισιά∙ 1986, «Το τρίτο μάτι», Αθήνα∙ 1987, Μουσείο Γουλανδρή, Άνδρος & «Αγκάθι», Αθήνα∙1988, «Έκφραση», Γλυφάδα & «Στραυρακάκη», Ηράκλειο & «Ειρμός», Θεσσαλονίκη & «Άνεμος», Κηφισιά∙ 1989, Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη∙ 1990, Α.Τ.Α., Αθήνα∙ 1992, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών & Α.Τ.Α., Αθήνα∙ 1993, «Μύλος», Θεσσαλονίκη & «Αμυμώνη», Ιωάννινα∙ 1996, «Κρεωνίδης», Αθήνα & Art Athina & «ArtForum», Θεσσαλονίκη∙1998, «Adam Galleries», Αθήνα & «Άνεμος», Κηφισιά & Δημοτική Πινακοθήκη Πατρέων∙ 1999, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα∙ 2000, «Έκφραση», Γλυφάδα & «ArtForum», Θεσσαλονίκη & «Άνεμος», Κηφισιά & 8η Art Athina∙ 2002, Haritos Gallery, Αθήνα & «Σκορπιός», Τρίκαλα & Γκαλερί Χρ. Καρελά, Ν. Ψυχικό & Πινακοθήκη Κυκλάδων, Ερμούπολη∙ 2003, «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη & «Σκουφά», Αθήνα & Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας & Sani Festival Art Center, Χαλκιδική∙ 2004, «Άνεμος», Κηφισιά∙ 2005, «Καπόπουλος», Άλιμος∙ 2006, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα & «Λόλα Νικολάου», Θεσσαλονίκη & Galerie F, Καρδίτσα∙ 2007, «Εικαστικός Κύκλος», Αθήνα & Μπελλώνειο Πολιτιστικό Κέντρο, Φηρά, Σαντορίνη∙ 2008, Ελληνογερμανική Αγωγή, Παλλήνη. Μεταθανάτια έγιναν οι παρακάτω ατομικές εκθέσεις: 2012, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών∙ 2013, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Αθήνα & Radisson Blu Park Hotel, Αθήνα∙ 2016, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα∙ Depot Art Gallery, Αθήνα∙ 2019, Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών∙ 2022, Roma Gallery, Αθήνα. Τέλος, το 2023 οργανώθηκε τιμητική εκδήλωση στη μνήμη της καλλιτέχνιδος από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με τίτλο: «Λογαριάζοντας την ύλη και το χρώμα ενός ήχου».
[9] 1980, Centre International d’Experimentation Artistique M.-L. Jeanneret, Boissano Ιταλία & Musée Cantonal des Beaux Arts, Λωζάνη, ∙ 1982, «M.-L. Jeanneret», Γενεύη∙ 1984, Galerie Samy Kinge, Παρίσι∙ 1986, Internationaal Cultureel Centrum, Αμβέρσα∙ 1989, Galerie des Arts, Σκόπια & Galerie Kara, Γενεύη∙ 1991, Galerie Kara, Γενεύη∙ 1994, Galerie J J Donguy, Παρίσι & Palais Hirsch, Swetzingen∙ 1999, Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Βερολίνο∙ 2001, MiArt, Μιλάνο & Association d’Art Contemporain Chamalières∙ 2002, Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης, Λευκωσία.
[10] Η έκθεση γίνεται ύστερα από ολιγόμηνη πειραματική συνεργασία των καλλιτεχνών με τους τεχνικούς της εταιρείας «Άπκο – Ελλάς» (βλ. Μίλτος Παρασκευαΐδης, «Εκσυγχρονισμός της τέχνης με τα “πλαστικά”», εφ. Ελεύθερος Κόσμος, 13/10/1971, πηγή: ό.π.).
[11] Βλ. Έλενα Χαμαλίδη, «1961-70: Πρώιμα έργα και κατασκευές», στο Όπυ Ζούνη, Διαδρομή της ιδέας. Διαδρομή της μορφής. 1961-2003, σ. 10.
[12] Βλ. Βernard Fauchille, « Ο Διαπερατός Χώρος», στο ό.π., σ. 46.
[13] Λίνα Τσικούτα, «Ανανέωση στη γεωμετρία. Μεταφορά ονείρου ή βίωμα πραγματικότητας; Σύγχρονοι χώροι δομημένοι. Η ζωγραφική της Όπυς Ζούνη : 1992-1996», στο Όπυ Ζούνη, Μάρτιος-Απρίλιος 1996, Αίθουσα Τέχνης Κρεωνίδης, Αθήνα.
[14] Ντιάνα Αντωνακάτου, «Από τις εκθέσεις», Ημερησία, 2/2/1975, (πηγή: ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[15] Βλ. Μπία Παπαδοπούλου, «Αμφίσημη Γεωμετρία» στο ό.π., σ. 78.
[16] Εμμανουήλ Μαυρομμάτης: «Συστήματα προοπτικών σχέσεων – συστήματα βλέμματος», στο ό.π., σ. 82.
[17] Ανάμεσα στους 2-3 στενούς συνεργάτες του ήταν, μάλιστα, η τότε επιστήμονας της Διασποράς, Μάρη Θεοδοσοπούλου, η οποία στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου υπήρξε μια από τις επιφανέστερες κριτικούς λογοτεχνίας.
[18] Βλ. René Berger, «Όπυ Ζούνη ή η εκτοπισμένη γεωμετρία», στο ό.π., σ. 136.
[19] Ελένη Βακαλό, «Οι κατασκευές στην τέχνη», Τα Νέα, 9/2/1973 (πηγή: ΙΣΕΤ – Εθνική Πινακοθήκη).
[20] Χάρης Καμπουρίδης, «Προσευχή στον Λαβύρινθο. Η καλλιτεχνική πορεία της Όπυς Ζούνη, ένας μίτος διαχρονικής αυτογνωσίας», στο Όπυ Ζούνη. Διαδρομές στο φως και το χρώμα, 14/11/2006-20/1/2007, Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, σ. 20.
[21] Όπυ Ζούνη, Εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1997, σ. 107.
[22] Pierre Restany, « Mondrian à la lumière de Matisse », στο Opy Zouni, 22/2-30/3/1986, International Cultureel Centrum, Αντβέρπη, σ. 7.
[23] Ό.π., σ. 9.
Aνέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά