Βιογραφία
Ο Ιωάννης Αβραμίδης γεννήθηκε το 1922 στο Βατούμ της Μαύρης Θάλασσας από Έλληνες πρόσφυγες που κατάγονταν από τα Σούρμενα της Τραπεζούντας. Σε ηλικία 14 ετών ξεκινά να φοιτά στην Κρατική Σχολή Τέχνης στο Βατούμ. Το 1937 ο πατέρας του πέφτει θύμα των σταλινικών διώξεων εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων, και οδηγείται στη Σιβηρία όπου πεθαίνει στη φυλακή. Έτσι ο δεκαεπτάχρονος Ιωάννης διακόπτει αναγκαστικά τις σπουδές του και μεταναστεύει με την οικογένεια του στην Αθήνα. Τα χρόνια της Κατοχής βρίσκει καταφύγιο στην Πτολεμαϊδα, και το 1943 μεταναστεύει στη Βιέννη όπου αρχικά δουλεύει σε στρατόπεδο εργασίας. Δύο χρόνια αργότερα ξεκινά τις σπουδές του πάνω στη ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης με δάσκαλο τον Δανό Robin Christian Andersen. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχέδιο και την απόδοση του γυμνού. Τα πρώιμα έργα του χαρακτηρίζονται άλλοτε από ρεαλιστικές αξίες, άλλοτε από μελαγχολική διάθεση, λιτότητα και μια προοδευτική τάση αφαίρεσης και γεωμετρικής σχηματοποίησης των μορφών, και άλλοτε από ελευθερία σύνθεσης. Σε κάθε περίπτωση, κύριο θέμα του θα αποτελέσει από νωρίς η ανθρώπινη μορφή, πάνω στην οποία βασίζει τη διαρκώς εντατικότερη ενασχόληση του με ζητήματα πλαστικότητας. Το 1953 έως το 1956 σπουδάζει γλυπτική με δάσκαλο τον Fritz Wotruba στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης. Στα πρώτα στάδια της γλυπτικής του δραστηριότητας δουλεύει με την πέτρα και το μέταλλο απλουστεύοντας δομικές αρχές του ανθρώπινου σώματος και προσδίδοντάς του γεωμετρικά στοιχεία. Έχοντας κατορθώσει να διαμορφώσει την προσωπική του κατασκευαστική λογική και μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, στη συνέχεια της πορείας του αφιερώνεται στην απόδοση της ιδέας μιας ιδανικής ανθρώπινης μορφής που εκτείνεται στη διάρκεια του χρόνου. Με επιρροές τόσο από την αρχαϊκή παράδοση και τα κυκλαδίτικα ειδώλια, όσο και από το έργο του Piero della Francesca, αναπτύσσει ομοιόμορφα βιομορφικούς και αφαιρετικούς όγκους ώστε να αποτυπώσει το διαχρονικό και ταυτόχρονα ουσιαστικό μέσα από γλυπτά που αναπαριστούν σώματα, κεφάλια, πόδια, κίονες, κορμούς και δέντρα. Από το 1959, προχωράει στην σπονδυλωτή ανάπτυξη και την αρμονική σύνθεση συμπλεκόμενων μορφών σε ενότητες που εκτείνονται στο χώρο, το επίπεδο, την επιφάνεια, ακόμα και σε ύψος. Σε αυτά τα έργα δίνει έμφαση στους κάθετους άξονες και στις οριζόντιες ραβδώσεις που μεταβάλλουν την ανθρώπινη μορφή σε ένα είδος στήλης ή κολόνας, ενώ αργότερα στις φόρμες του υπερισχύουν επαναλαμβανόμενα καμπυλόμορφα, οργανικά και ρυθμικά στοιχεία. Το 1967 επανέρχεται σε περισσότερο γεωμετρικά χαρακτηριστικά και στρέφεται προς τις γωνιώδεις μορφές που σχηματίζονται σε ταινίες ή ζώνες τις οποίες θα ονομάσει Μορφές σε Ζώνες ή Ταινίες (Bandfiguren). Από την δεκαετία του 1980 και ύστερα, εστιάζει σε θέματα όπως η Πόλη, ο Ναός, ο Δούρειος Ίππος και η Αγορά με σκοπό τη διερεύνηση του κοινωνικού, του δημόσιου και του συμβολικού μέσα από τη γλυπτική διαδικασία. Από το 1956 συμμετέχει σε πλήθος ομαδικών και ατομικών εκθέσεων σε αίθουσες τέχνης και μουσεία όπως η γκαλερί Würthle (1957, 1960) στη Βιέννη, το Μουσείο Rodin (1961) στο Παρίσι, το Das Museum des 20. Jahrhunderts (1962, 1980) στη Βιέννη, η Galerie in Taxis-palais (1965) στο Ίνσπρουκ, η Tate Gallery (1964) στο Λονδίνο, η Appel und Fertsch (1964, 1967) στο Αννόβερο, η Ulysses (1975, 1982, 1983) 1986) στη Βιέννη, η Kunsthalle (1980) στο Μανχαϊμ, η Kunsthalle (1980) στη Νυρεμβέργη, το Der Spiegel στη Κολωνία και πολλά άλλα, καθώς και σε σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις όπως στη Μπιενάλε της Βενετίας (1956, 1962), στη Μπιενάλε Middelheim στην Αμβέρσα (1959, 1959, 1963, 1973), στη Μπιενάλε Konstruktive Kunst (1969) στη Νυρεμβέργη και στην Documenta (1964, 1977) στο Κάσσελ. Έχει επίσης λάβει τα βραβεία: Κρατικό Βραβείο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης (1956), Αυστριακό Βραβείο Γλυπτικής (1958), Βραβείο Hugo- von-Montfront (1961), Βραβείο Προώθησης της πόλης της Βιέννης (1961), Βραβείο του Αυστριακού Συνδέσμου Βιομηχάνων (1961), Βραβείο της πόλης της Βιέννης (1964), Βραβείο Will – Grohmann της πόλης του Βερολίνου (1968), Βραβείο της Μπιενάλε Μικρογλυπτικής στην Βουδαπέστη (1973) και Μεγάλο Κρατικό Αυστριακό Βραβείο (1973). Επιπλέον έχει διατελέσει καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Αμβούργο (1966- 1967) διευθυντής του Τμήματος Γυμνού στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης (1966- 1967) και διευθυντής του Τμήματος Γλυπτικής των Τελειοφοίτων στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης (1968-1992). Το 1968 έγινε μέλος της Secession της Βιέννης και το 1973 μέλος της Αυστριακής Συγκλήτου Τέχνης. Το 1997 η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου διοργάνωσε αναδρομική έκθεση για το έργο του, μετά το πέρας της οποίας δώρισε τα έργα του στη συλλογή του μουσείου. Το 2016 απεβίωσε στη Βιέννη.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια