Βιογραφία
Ο Κωνσταντίνος Καραχάλιος γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1923. Το 1947 εγγράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου σπουδάζει ζωγραφική έως το 1952 με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Γιάννη Μόραλη. Το 1957 εγκαθίσταται στο Παρίσι, για να παρακολουθήσει μαθήματα τοιχογραφίας και χαρακτικής στην École Supérieure des Beaux-Arts και στην École Estienne. Παράλληλα, παρακολουθεί τα εργαστήρια γλυπτικής.
Η μετάβαση στο Παρίσι σηματοδοτεί για τον Καραχάλιο τη μετατόπιση του ενδιαφέροντός του αρχικά προς την αφαίρεση και έπειτα προς τη δημιουργία έργων μεικτής τεχνικής από ετερογενή υλικά. Στην πρώτη του ατομική έκθεση, που διοργανώθηκε το 1960 στη Galerie du Haut Pavé, παρουσιάζει τη σειρά έργων ζωγραφικής Les Hiéroglyphes (Τα Ιερογλυφικά), στην οποία κυριαρχούν τα επαναλαμβανόμενα σε σειριακή διάταξη ανάγλυφα στοιχεία, ορισμένα εκ των οποίων προσιδιάζουν σε σχηματικές ανθρώπινες φιγούρες της γεωμετρικής και αρχαϊκής τέχνης. Έναν χρόνο αργότερα, παράλληλα με τη γνωριμία του με τον τεχνοκριτικό Michel Tapié, ενσωματώνει στους πίνακές του χρηστικά αντικείμενα, όπως δαντέλες, κουταλάκια, κουμπιά, αλλά και φύλλα χρυσού πειραματιζόμενος με τους ανάγλυφους όγκους που σχηματίζονται στην εικαστική επιφάνεια. Το 1964 ο Καραχάλιος θα συμμετάσχει στην έκθεση Métaphysique de la Matière (Μεταφυσική της ύλης), που διοργάνωσε ο Tapié στην Galerie Stadler. Πλέον αρχίζει να αποκτά αναγνώριση καθώς και συστηματική εκθεσιακή παρουσία. Συγχρόνως εξελίσσει τις γλυπτικές του φόρμες αξιοποιώντας αρχικά γύψο και μάρμαρο και μεταγενέστερα ξύλο, πολυεστέρα και μέταλλο.
Το 1965 εισάγει την κίνηση, το φως και το ηλεκτρικό ρεύμα στα έργα του επηρεασμένος από την κινητική και τη φωτοκινητική τέχνη, ενώ ανάγει το χρηστικό αντικείμενο σε κατεξοχήν μέσο εικαστικής έκφρασης. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε καθοριστικά η γνωριμία του με τον τεχνοκριτικό Pierre Restany και η επαφή του με τον Νέο Ρεαλισμό (Nouveau Réalisme). Σημείο αναφοράς στο έργο του Καραχάλιου, ιδιαίτερα από το 1966 και την ατομική έκθεση Pinces sans rire (Μανταλάκια δίχως γέλιο) στη Galerie David Anderson στο Παρίσι, θα αποτελέσει το μανταλάκι. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται κυρίως στους ανάγλυφους γεωμετρικούς όγκους που διαμορφώνουν τα συσσωρευμένα μανταλάκια, οι οποίοι μεταβάλλονται ανάλογα με την πρόσπτωση του φωτός και τη θέση του θεατή δημιουργώντας την αίσθηση του ρυθμού και της κίνησης στην εικαστική επιφάνεια.
Το 1969 δημιουργεί το πρώτο του περιβάλλον αποτελούμενο από ρυθμικά επαναλαμβανόμενα σήματα της τροχαίας που παρουσίασε στην ατομική έκθεση La lumière dans la ville (Το φως στην πόλη) στη Galerie Raymonde Cazenave. Στην ίδια γκαλερί το 1972 θα εγκαταστήσει το περιβάλλον Pénélope (Πηνελόπη), έναν αυθεντικό παραδοσιακό αργαλειό. Το 1975 θα εκθέσει την εγκατάσταση Hommage à Walt Withman (Φόρος τιμής στον Walt Withman) στη Galerie Lara Vinci, αποτελούμενη από τέσσερις ρόδες αρότρου τοποθετημένες επάνω στο επικαλυμμένο με χώμα και χόρτο δάπεδο της γκαλερί. Στην ίδια γκαλερί έναν χρόνο αργότερα θα παρουσιάσει τη σειρά έργων Ma collection des constructivistes (Η κονστρουκτιβιστική μου συλλογή), στην οποία με βασικό στοιχείο το μανταλάκι δημιουργεί έργα στα πρότυπα του κονστρουκτιβισμού του Kazimir Malevich και του νεοπλαστικισμού του Piet Mondrian.
Τα επόμενα χρόνια θα δημιουργήσει επίσης assemblage, ενώ μέχρι τον θάνατό του, το 2007, θα συνεχίσει να εξερευνά στοιχεία όπως η δομή, ο ρυθμός και η αισθητική των χρηστικών και βιομηχανικά παραγόμενων αντικείμενων, αποκομμένων από το αρχικό τους περιβάλλον, με σκοπό να αφυπνίσει την ανθρώπινη ευαισθησία προς αυτά.
Ξένια Γιαννούλη
Ιστορικός Τέχνης