Βιογραφία
Η Βάνα Ξένου γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα. Το 1968 εισάγεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία του ΙΚΥ. Σπουδάζει ζωγραφική με τον Γιάννη Μόραλη και τον Νίκο Νικολάου και από το 1971 σκηνογραφία με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Ολοκληρώνει τις σπουδές της το 1973 με διακρίσεις και επαίνους. Την ίδια χρονιά μετακομίζει στο Παρίσι, όπου φοιτά στο τμήμα Σκηνογραφίας της École Nationale Supérieure des Arts Décoratifs έως το 1974, όταν με υποτροφία του Ελληνικού Οργανισμού Μικρών-Μεσαίων Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας γίνεται δεκτή στα εργαστήρια σχεδίου, ζωγραφικής και μωσαϊκού της École Nationale Supérieure des Beaux-Arts. Το διάστημα 1973-1977 παρακολουθεί επίσης σεμινάρια φιλοσοφίας και αισθητικής των Hubert Damisch, Jean François Lyotard και Gilles Deleuze. Το 1976 και για έναν χρόνο διδάσκει σχέδιο και χρώμα στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών. Ολοκληρώνει τις σπουδές της το 1978. Το 1979 ξεκινά η συνεργασία της με το εργαστήριο ζωγραφικής του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, στο οποίο σήμερα είναι ομότιμη καθηγήτρια.
Το πρώιμο, κατεξοχήν ζωγραφικό έργο της Βάνας Ξένου περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο ακουαρέλες μεγάλων διαστάσεων, δίχως κάδρα και συχνά δουλεμένες στο πάτωμα, που τοποθετεί στον χώρο σαν τοιχογραφίες. Ενδιαφέρεται ιδίως για την αποτύπωση της καλλιτεχνικής χειρονομίας καθώς κινείται στη ζωγραφική επιφάνεια με το βάρος και την ένταση του σώματός της. Το 1978 παρουσιάζει την πρώτη της ατομική έκθεση στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα. Η φωτογραφία παρέχει σημαντικά ερεθίσματα στα πρώτα της έργα, όπως τα γυναικεία γυμνά D’après l’Odalisque de Paul Outerbridge (1978). Στην Εικαστική διερεύνηση στον κόσμο του Louis Carroll που παρουσίασε το 1982 (Αίθουσα Τέχνης Δεσμός) μεταπλάθει φωτογραφίες νεαρών κοριτσιών του Άγγλου συγγραφέα της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων σε εξπρεσιονιστικά πορτρέτα-ψυχογραφήματα που αναπαριστούν τη διπλή ταυτότητα της γυναίκας-παιδιού. Την ίδια χρονιά θα εκθέσει στα Ευρωπάλια. Θεμελιώδης παράμετρος του έργου της Βάνας Ξένου είναι η επαναπραγμάτευση εμβληματικών έργων της δυτικής καλλιτεχνικής παράδοσης με σκοπό να θίξει κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα. Το 1983 παρουσιάζει την ενότητα D’après Judith et Holophèrne de Artemisia Gentileschi (Galerie 3) σταθερά επικεντρωμένη στη γυναίκα, που εν προκειμένω ως Ιουδήθ ανάγεται σε σύμβολο αντίστασης στην εξουσία (Ολοφέρνης). Εμπνέεται από τη φημισμένη Ιταλίδα ζωγράφο του 17ου αιώνα, Artemisia Gentileschi, η ζωή και το έργο της οποίας βρίσκονταν στο επίκεντρο των φεμινιστικών μελετών της Ιστορίας της Τέχνης το ίδιο διάστημα. Το 1985 εκθέτει τη σειρά έργων D’après Lucrèce de Lucas Cranach (Galerie 3 και Αίθουσα Τέχνης «Το Τρίτο Μάτι») επηρεασμένη από τη Λουκρητία του Lucas Cranach και την Ηγουμένη του Κάστρο του Stendhal. Αναπαριστά τις ψυχικές διεργασίες μιας γυναίκας που αυτοκτονεί υπό την πίεση της αποκάλυψης του βιασμού της, ξύνοντας, γδέρνοντας και χαράσσοντας τη ζωγραφική επιφάνεια, αφήνοντας παράλληλα εμφανή ίχνη υγρασίας, ξεβάμματος και σκουριάς.
Στρεφόμενη σε νέες θεματικές κατευθύνσεις το 1989 θα εκθέσει το μνημειώδες πολύπτυχο Άγγελοι-Γη-Ουρανός (Γκαλερί Ζουμπουλάκη) εστιάζοντας στους ασώματους μεσολαβητές που δρουν μεταξύ υπερβατικού και υλικού κόσμου, με αναφορές στην βυζαντινή και την πρώιμη αναγεννησιακή τέχνη. Την ίδια χρονιά λαμβάνει το βραβείο της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Ξεχωριστή σημασία στη δουλειά της Βάνας Ξένου έχει η λογοτεχνία. Από το 1990 και για οκτώ χρόνια επεξεργάζεται τη σειρά έργων Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα (Αίθουσα Τέχνης Κρεωνίδης, 1998). Μελετά το ομώνυμο έργο του Friedrich Hölderlin παράλληλα με τη Σφαγή της Χίου του Delacroix με σκοπό να στοχαστεί σχετικά με τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, αλλά και να κατανοήσει την ελληνική ταυτότητα μέσω της δυτικής οπτικής. Το 1992 θα κληθεί από τον G. Jeanclos να διδάξει ως επισκέπτρια καθηγήτρια για έναν χρόνο στην École Nationale Supérieure des Beaux-Arts. Το 1995 θα κυκλοφορήσει στο Παρίσι η μονογραφία Vana Xenou του Claude Mollard από τον εκδοτικό οίκο Cercle d’Art.
Τη δεκαετία του 1990 η Βάνα Ξένου θα διευρύνει τα εικαστικά της μέσα για να συμπεριλάβει τη γλυπτική, την κεραμική και τις εγκαταστάσεις. Το ενδιαφέρον της θα στραφεί στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στη φιλοσοφία και στη χριστιανική παράδοση. Επιδιώκει πλέον συστηματικά την ένταξη των έργων της σε δημόσιους, σε φυσικούς και ενίοτε σε κατοικημένους χώρους, σε εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και σε αρχιτεκτονικά μνημεία ενθαρρύνοντας την αλληλεπίδρασή τους με το εκάστοτε περιβάλλον. Εμβαθύνει ιδιαίτερα στις τελετουργίες μύησης του αρχαίου κόσμου, ειδικά στα Ελευσίνια Μυστήρια, και φιλοτεχνεί έργα με έντονα συμβολικό περιεχόμενο, που παρουσιάζει σε μια σειρά από εκθέσεις: Ελευσίνια Μυστήρια (Galerie 3 και Σπίτι της Κύπρου, 1995), Les Mystères d’Éleusis (Chapelle Saint-Louis de la Salpêtrière, Παρίσι, 2000), Έλευσις-Πέρασμα (Εργοστάσιο Κρόνος, Ελευσίνα, 2004), Ψυχαγωγία (Kalfayan Galeries, 2005), Arrivée-Passage (Jardins du Palais Royal, Παρίσι, 2008), Η Ψυχή του Τόπου (Εθνικός Κήπος, 2010), Πέρασμα-Με το βλέμμα ψηλά (Στοά Σπυρομήλιου, 2012), Η πολιτική σημασία των ιερών χώρων: Αθήνα-Ελευσίνα-Δελφοί (Le sens politique des lieux sacres, Fonds culturel de l΄Εrmitage, Garches, Γαλλία, 2017). Η ενασχόλησή της με τους μύθους και τα μυστήρια αποσκοπεί στην κατανόηση της ύπαρξης, στη βαθύτερη γνώση του εαυτού, αλλά και στην επαναφορά του ιερού στην τέχνη.
Έργα της Βάνας Ξένου έχουν εκτεθεί στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στο Ελληνικό Σπίτι στο Πεκίνο και στο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Κωνσταντινούπολη. Το 2014 παρασημοφορήθηκε από το γαλλικό κράτος με τον τίτλο Officier dans l’ordre des Palmes Académiques.
Ξένια Γιαννούλη
Ιστορικός Τέχνης