Βιογραφία
Η Ναταλία (Νάτα) Μελά γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 10 Ιουλίου 1923 σε ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον. Ο πατέρας της, Μιχαήλ, αξιωματικός του πυροβολικού, ήταν γιός του Παύλου Μελά και της Ναταλίας Δραγούμη. Η μητέρα της, Αλεξάνδρα Πεσμαζόγλου, ήταν κόρη του τραπεζίτη Ιωάννη Πεσμαζόγλου. To 1941 αποφοίτησε από τη Γερμανική σχολή. Γράφτηκε στη Νομική και παράλληλα στην ΕΠΟΝ. Έπειτα εντάχθηκε στο ΚΚΕ από όπου αποχώρησε το 1943, μετά τη δολοφονία του Κίτσου Μαλτέζου. Το 1942 έδωσε εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της. Φοίτησε στο εργαστήριο γλυπτικής του Κωνσταντίνου Δημητριάδη και κατόπιν του Μιχάλη Τόμπρου, ενώ παράλληλα μαθήτευε στο ατελιέ του Θανάση Απάρτη. Σπούδασε στην περίοδο της Κατοχής, μια από τις ελάχιστες γυναίκες της Σχολής, με συμμαθητές τη Μπούμπα Λυμπεράκη, τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, τον Νίκο Κούνδουρο και τον Βάσο Καπάνταη. Κατά την περίοδο των σπουδών της συναναστρεφόταν τον Μόραλη, τον Τάκη, τον Μίνωα Αργυράκη, τον Τσαρούχη -που της δίδαξε να σχεδιάζει με μολύβι αντί με κάρβουνο-τον Εγγονόπουλο και τον Εμπειρίκο, στο σπίτι του οποίου συναντούσε τον Γκάτσο, τον Σαχτούρη, τον Ελύτη, τον Καββαδία, τον Αντωνίου, τον Καραντώνη και τον Κατσίμπαλη. Το 1946 πήρε το πρώτο βραβείο στο ανδρικό γυμνό και το 1948 αποφοίτησε. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην Πρώτη Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση στο Ζάππειο και το 1949-1950 εξέθεσε με τον Αρμό στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας της έφτιαχνε συμπαγή, μονοκόμματα αγάλματα και προτομές από πηλό, γύψο και μάρμαρο σε ακαδημαϊκό ύφος και με πρότυπο την αιγυπτιακή γλυπτική. Η συνεργασία της με τον Δημήτρη Πικιώνη γύρω στο 1949- 1950 για τη στήλη στον τάφο του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου και για το Μνημείο Πεσόντων της Νεμέας έμελλε να αλλάξει ριζικά την αντίληψή της για τη γλυπτική. Ο Πικιώνης της έμαθε να δουλεύει το φως και τη σκιά στο μάρμαρο, να σκάβει μέσα του και να το σμιλεύει απευθείας, ενώ έστρεψε το ενδιαφέρον της στην λαϊκή και στη μοντέρνα τέχνη. Τα επόμενα χρόνια η Μελά τοποθέτησε τις προτομές του Στέφανου Δραγούμη στο Ζάππειο, του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και του Γεωργίου Πεσμαζόγλου στην Αθήνα, στην Εθνική Τράπεζα. Το 1951 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη και για περίπου 10 χρόνια αφοσιώθηκε στην ανατροφή του γιού και της κόρης που απέκτησαν το 1952 και το 1954 αντίστοιχα. Εκείνο το διάστημα ασχολήθηκε με την κατασκευή σκηνικών για το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και με τη δημιουργία κοσμημάτων από βότσαλα και γυαλάκια. Όταν επέστρεψε στη γλυπτική, το 1960, άλλαξε εξολοκλήρου την τεχνική και το ύφος των έργων της. Στράφηκε στο παράδειγμα του Κουλεντιανού, που εκείνο το διάστημα δημιουργούσε στο Παρίσι αφηρημένες γλυπτές φόρμες από μέταλλο με οξυγονοκόλληση. Παρότι σύντομα εγκατέλειψε την αφαίρεση, την οποία θεωρούσε άμορφη και χωρίς νόημα, διατήρησε ωστόσο την τεχνική. Ύστερα από τρεις μήνες παρακολούθησης μιας σχολής οξυγονοκολλητών στο Παλαιό Φάληρο απέκτησε και το σχετικό δίπλωμα.
Ξεκίνησε με τα Εργαλεία-Καλικάντζαρους, γλυπτά από σιδηρικά, μεταλλικά εξαρτήματα και άλλα χρηστικά αντικείμενα, όπως μεντεσέδες, ελατήρια, καρφιά, σπάτουλες, φτυάρια, τσεκούρια και αλυσίδες, που αγόραζε στην οδό Αθηνάς και συναρμολογούσε με οξυγονοκόλληση. Προτιμούσε όσα έφεραν εμφανή τη σφραγίδα του κατασκευαστή, διατηρούσε το χρώμα τους, συνήθως μαύρο ή μίνιο και αξιοποιούσε τις ιδιότητες και το σχήμα τους, για να αποδώσει σχηματοποιημένες και ενίοτε αφαιρετικές μυθολογικές, ανθρώπινες και ζωικές μορφές, που άλλοτε παρέπεμπαν σε αρχαιοελληνικά ειδώλια και άλλοτε στα γλυπτά του Πικάσο, όπως ο Σάτυρος, η Κατσίκα, η Γάτα, η Κοπέλα, ο Πολεμιστής, οι Φρουροί και οι Τρεις Χάριτες. Ρόλο στις επιλογές της έπαιξε και ο Κωνσταντινίδης χάρη στο ενδιαφέρον του για τα χειροποίητα εργαλεία, αλλά και λόγω της πεποίθησής του ότι κάθε αντικείμενο όφειλε να έχει σχήμα, να μην είναι δηλαδή άσχημο. Το 1963 η Μελά θα παρουσιάσει την πρώτη της ατομική έκθεση στον Ζυγό, το 1965 θα λάβει μέρος στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο, ενώ το 1968 θα εκθέσει στη Νέα Υόρκη στην Cerberus Gallery. Το επόμενο διάστημα θα καθιερώσει στη δουλειά της τις μεταλλικές κατασκευές με ή χωρίς readymade στοιχεία, με θέματα από το φυσικό και ζωικό περιβάλλον (π.χ. κόκορες, κότες, κατσίκες, κριάρια, κ.ά.), τη λαϊκή παράδοση (π.χ. Παλληκάρι, Μπαρμπάτσης, Διγενής -Ευγενής κατά τη Μελά- Ακρίτας, Άη Γιώργης), την ιστορία (π.χ. Παύλος Μελάς) και τη μυθολογία (π.χ. Ερμής, Απόλλωνας, Κέκροπας, Άρτεμις).
Το 1988 θα εκθέσει στο Πνευματικό Καλλιτεχνικό Κέντρο Ώρα, όπου θα γνωρίσει τη σημαντικότερη ίσως μαικήνα της, τη Γαλλίδα συλλέκτρια Ανέτ Σλουμπερζέ. Εκείνο το διάστημα και περίπου μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 θα φιλοτεχνήσει το άγαλμα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες, της Κυβέλης στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το Μνημείο για τα Ίμια στην πλατεία Παύλου Μελά. Παράλληλα, ξεκινά να «σχεδιάζει με το ψαλίδι» δημιουργώντας κολάζ από κομμάτια εφημερίδας και χαρτιού βαμμένα με υδατοχρώματα. Εδώ ανήκουν τα πανοραμικά τοπία-κολάζ των Σπετσών, που εμπνεύστηκε από το νησί όπου κατοικούσε αρκετούς μήνες τον χρόνο και από τα πανοράματα του Hendrik Mesdag στη Χάγη.
Την άνοιξη του 2008 το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου της, στην οποία παρουσιάστηκε και ένα μέρος από το εργαστήριό της. Λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε τα Χάρτινα. Εγκαταλείποντας πλέον οριστικά το μέταλλο στράφηκε στο χαρτί φιλοτεχνώντας τρισδιάστατα γλυπτά από ημίσκληρο χαρτόνι, που προσάρμοζε σε σκελετούς από καλαμάκια ενισχυμένα με φελιζόλ ή γύψο και μεταγενέστερα από σύρμα. Πρόκειται για αναπαραστάσεις ζώων που είχε ήδη επεξεργαστεί στο παλαιότερο έργο της, με ορισμένες προσθήκες, όπως σκίουροι, σκαντζόχοιροι, κύκνοι και παγώνια, συνήθως ζωγραφισμένα στα φυσικά τους χρώματα. Τα Χάρτινα εκτέθηκαν το 2012 στη γκαλερί Σκουφά, στην τελευταία ατομική έκθεση της γλύπτριας, που έφυγε από τη ζωή το 2019. Το 2011 η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε τη Ναταλία Μελά με το Αριστείον Καλών Τεχνών.
Έργα της έχουν εκτεθεί μεταξύ άλλων στην Αργεντινή, στην Ουάσινγκτον, στην Αυστρία, στο Λονδίνο, στα Salon de la Jeune Sculpture στο Παρίσι, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.
Ξένια Γιαννούλη
Ιστορικός Τέχνης