Βιογραφία
Ο Μάριος Πράσινος (Mario Prassinos) γεννήθηκε το 1916 στην Κωνσταντινούπολη σε Ελληνική οικογένεια η οποία θα μεταναστεύσει στο Παρίσι το 1922 για να γλιτώσει τους διωγμούς του καθεστώτος Ατατούρκ. Η πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του μυεί τον νεαρό Πράσινο στα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κινήματα της εποχής. Το 1932 σπουδάζει στην École des Langues Orientales. Παράλληλα συχνάζει στα παρασκήνια του Θεατρικού Εργαστηρίου του Charles Dullin και στο ατελιέ του Clément Serveau, και δημιουργεί τα πρώτα του έργα που διακρίνονται για τα υπερρεαλιστικά τους γνωρίσματα και αποκαλύπτουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την ανάδυση, αποδόμηση και ανασύνθεση εικόνων του υποσυνείδητου και του μνημονικού. Το 1934 σπουδάζει στη Faculte des Lettres του Παρισιού και συναναστρέφεται με υπερρεαλιστές καλλιτέχνες και ποιητές. Το 1936, την χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας του, αρχίζει να εγκαταλείπει τον υπερρεαλισμό, μαθαίνει χαρακτική και κάνει τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας πορτραίτων ζώων και προσώπων όπως η Bessie Smith. Το 1937 εκθέτει στο Salon des Surindependants δίπλα στους Pablo Picasso, Salvador Dalí και André Masson, και τον επόμενο χρόνο πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Billiet-Pierre Vorms. Το 1941, επιστρέφοντας από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου είχε καταταγεί εθελοντικά στο στρατό της Γαλλίας, εγκαθίσταται στο Παρίσι. Λίγο καιρό αργότερα συνδέεται φιλικά με τους Michel, Raymond και Gaston Gallimard καθώς και με τον Raymond Queneau. Τότε ξεκινά η μακροχρόνια συνεργασία του με τις εκδόσεις N.R.F. στο πλαίσιο της οποίας εικονογραφεί βιβλία των Jean Paul Sartre, Guillaume Apollinaire, Albert Camus, Arthur Rimbaud, Edgar Allan Poe και άλλων συγγραφέων. Από το 1948 εκθέτει τακτικά στην Galerie de France του Παρισιού και το 1949 αποκτά γαλλική υπηκοότητα. Το 1951 αγοράζει σπίτι στην Eygalières της Προβηγκίας όπου θα επικεντρωθεί στο σχεδιασμό ταπισερί και στην παραγωγή πινάκων με βάση την παρατήρηση της φύσης και τον πειραματισμό με την τεχνική του σταξίματος, χρησιμοποιώντας επικαλυπτόμενες γραμμές και κηλίδες από μελάνι στο χαρτί ως τρόπο απόδοσης της εντύπωσης μιας εικόνας. Από τότε και στο εξής θα ακολουθήσουν πολλές σειρές έργων και το 1961 ο Robert Lapoujade θα γυρίσει το φιλμ L’image et le Moment αφιερωμένο στη δουλειά του. Ένα άλλο κεντρικό κομμάτι της πορείας του θα αποτελέσουν οι προσωπογραφίες που παράγει συστηματικότερα από το 1962 μέχρι και το 1975. Αυτές είναι ιδιόμορφα πορτραίτα του πατέρα του Λύσανδρου, του παππού του Pretextat-Leconte και άλλων προσωπικοτήτων που αναπαρίστανται άλλοτε αφαιρετικά, έχοντας αντικαταστήσει την πυκνότητα και το περίγραμμα με τη συσσώρευση σημαδιών και με τη χρήση αλλεπάλληλων γραμμών και στρωμάτων, και άλλοτε σχεδιαστικά με παραμορφωτικές επεμβάσεις και συνειρμικές αλληγορικές αναφορές. Επόμενες θεματικές ενότητες με τις οποίες θα καταπιαστεί είναι τα Paysages Turcs (1970 – 1981), στα οποία αποτυπώνει φευγαλέες φιγούρες από περιβόλια, κήπους, λιβάδια, άλση, δρυμούς και δάση σε μεγάλες επιφάνειες χρησιμοποιώντας ασπρόμαυρο χρώμα προκειμένου να τονίσει τη διαφορά μεταξύ της φύσης, του έργου του και της αντικειμενικής πραγματικότητας, και τα Les Arbres (1980 – 1984). Το 1983 διοργανώνεται αναδρομική του έκθεση από την Presence Contemporaine στην Aix-en-Provence, και το 1984 από το Musée de la Tapisserie στην Aubusson, από την Ecole Nationale des Arts Decoratifs στο Παρίσι, και από το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, τη Ρόδο και τη Θεσσαλονίκη. Το 1985 άφησε την τελευταία του πνοή στη Γαλλία. Τα τελευταία έργα του ήταν οι Peintures du Supplice που ολοκληρώθηκαν το 1986, για το Παρεκκλήσι Notre Dame de Pitié στο Saint-Remy της Προβηγκίας. Τον ίδιο χρόνο εγκαινιάστηκε η συλλογή Donation Mario Prassinos στον ίδιο χώρο, με 108 έργα που δώρισε ο ίδιος στο γαλλικό κράτος το 1985. Έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε μουσεία και αίθουσες τέχνης που βρίσκονται σε σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Επιπλέον έχει σχεδιάσει σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις που έλαβαν χώρα στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, στο Theatre National de Paris και στη Σκάλα του Μιλάνου, και το 1961 διετέλεσε καθηγητής στην École des Beaux-Arts του Luminy στη Μασσαλία. Έχει γράψει κείμενα και βιβλία για την τέχνη όπως το Les Prétextats (1973) από τις εκδόσεις Gallimard και το La Colline tatouée (1983) από τις εκδόσεις Grasset, και έχει τιμηθεί με τους τίτλους Chevalier des Arts et des Lettres (1961), Chevalier de la Légion d’Honneur (1966) και Officier des Arts et des Lettres (1981). Έργα του παραμένουν στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και του ΜΙΕΤ στην Αθήνα, των Centre Pompidou, Musee d’Art Moderne de la Ville de Paris και Fond National d’Art Contemporain στο Παρίσι, του Musee Picasso στην Αντίμπ, του Victoria & Albert Museum του Λονδίνου, των MoMA και Solomon R. Guggenheim Museum της Ν. Υόρκης, και σε πολλές άλλες. Το 2005 εκδόθηκε η μονογραφία Mario Prassinos από τις εκδόσεις Actes Sud.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια