Βιογραφία
Ο Χρήστος Λεφάκης (1906–1968), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους και πολυπράγμονες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Γεννημένος στο Σουφλί, μεγάλωσε σε μια εποχή όπου οι ισχυρές παραδόσεις της Ελλάδας συναντούσαν την αναδυόμενη μοντέρνα αισθητική, γεγονός που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική του πορεία. Το 1923 ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο της τέχνης, εγγραφόμενος στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (ΑΣΚΤ). Αποφοίτησε το 1930 από το εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενός καλλιτέχνη που συνδύαζε αριστοτεχνικά τις κλασικές αξίες με τις πρωτοποριακές τάσεις της εποχής. Υπό την καθοδήγηση του Παρθένη, ο Λεφάκης διαμόρφωσε μια ισχυρή βάση στις ακαδημαϊκές αρχές της τέχνης, ενώ παράλληλα ανέπτυξε τη δική του διάθεση για πειραματισμό και καινοτομία.
Η επαγγελματική του διαδρομή ξεκίνησε με τη συνεργασία του με την Αρχαιολογική Υπηρεσία (1930–1958), όπου εργάστηκε ως καλλιτεχνικός σύμβουλος και σχεδιαστής. Αυτή η εμπειρία υπήρξε καταλυτική για τη διαμόρφωση της αισθητικής του. Μέσα από τη συμμετοχή του σε ανασκαφές και την αποτύπωση αρχαιολογικών ευρημάτων, ο Λεφάκης συνδύασε τη βαθιά γνώση του αρχαίου και βυζαντινού πολιτισμού με τη σύγχρονη καλλιτεχνική του πρακτική. Ο Δ.Α. Φατούρος (Βαλκανικές Σπουδές, Θεσσαλονίκη, 1962) υπογραμμίζει ότι ήταν η επαφή του με τα ζωγραφικά έργα που βρέθηκαν στην αρχιτεκτονική, η συνεργασία του σε ανασκαφές, όπου έμαθε να αγαπά τη γη και το γήινο περιβάλλον.[1] Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συνεργασία του με τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο, μέσα από την οποία ανέπτυξε μια βαθιά σχέση με την υλικότητα και τη φιλοσοφία του χώματος, αλλά και τη μελέτη του αρχαίου και βυζαντινού κόσμου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Λεφάκης μετέβη στη Ρώμη με υποτροφία του ιταλικού κράτους, όπου σπούδασε τεχνικές συντήρησης τοιχογραφιών, ψηφιδωτών και χειρογράφων στο Istituto di Restauro. Αυτή η περίοδος του επέτρεψε να εμπλουτίσει τις τεχνικές του δεξιότητες και να έρθει σε επαφή με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στον χώρο της αφαίρεσης. Η ζωγραφική του Λεφάκη εξελίχθηκε ριζικά κατά τη δεκαετία του 1950, ακολουθώντας τις αφαιρετικές τάσεις της εποχής. Τα έργα του αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από έναν τολμηρό συνδυασμό κυβιστικών επιρροών και λυρικού εξπρεσιονισμού. Τον απασχολούσε το αποτέλεσμα της χρήσης υλικών πάνω σε επιφάνεια. Ο Δημήτρης Παπαστάμος σημειώνει ότι ο Λεφάκης ενσωματώνει μέσα στο έργο του όλη τη σύγκρουση ανάμεσα στις κλασικές παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών και τα καλλιτεχνικά ρεύματα του μοντερνισμού.[2] Παράλληλα, ο καλλιτέχνης πειραματίστηκε με υλικά όπως η άμμος και το χαρτί, δίνοντας στα έργα του μια ανάγλυφη ποιότητα που θολώνει τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και τη γλυπτική.
Ο Λεφάκης θεωρείται ο κατεξοχήν πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης στη Βόρεια Ελλάδα. Τα έργα του συνδυάζουν τη μονοχρωμία με τη δυναμική χειρονομιακή γραφή, δημιουργώντας συνθέσεις που αποπνέουν ένταση αλλά και στοχασμό. Όπως σημειώνει ο Charles Spencer στο περιοδικό Apollo (1963), ο Λεφάκης ήταν ένας από τους πιο γοητευτικούς και ρομαντικούς χρωματιστές της Ελλάδας.[3] Εκτός από τη ζωγραφική, ο Λεφάκης ασχολήθηκε με το ψηφιδωτό, το φρέσκο, τη χαρακτική, την υαλογραφία, ενώ σχεδίασε και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Το 1962 εξελέγη καθηγητής ζωγραφικής στο Εργαστήριο Εικαστικών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε μέχρι τον θάνατό του. Η καλλιτεχνική του πορεία τιμήθηκε με συμμετοχές σε διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1958), του Σάο Πάολο (1961) και της Βενετίας (1968). Στην τελευταία, που πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τον θάνατό του, το έργο των Λεφάκη, Απέργη και Γραμματόπουλου χαρακτηρίστηκε από τον Μιχάλη Τόμπρο ως ιδανικό επίτευγμα του 20ού αιώνα, με τον φανταστικό τους διάλογο και τις τυπικές και συμβολικές τους προθέσεις.[4] Το 1989 οργανώθηκαν αναδρομικές εκθέσεις στο Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης και στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο Χρήστος Λεφάκης υπήρξε καλλιτέχνης που γεφύρωσε την παράδοση με τη νεωτερικότητα, δημιουργώντας μια εικαστική γλώσσα που αντηχεί διαχρονικά. Όπως έγραψε ο Μ. Καλλιγάς στο Βήμα (1961), Ο Λεφάκης επιχειρεί να εκφράσει το νόημα του κόσμου που αντιλαμβάνεται μέσα από το χρώμα και τη σύνθεση […] Τα διαυγή του χρώματα παραπέμπουν στη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης.[5] Η διαρκής επιρροή του έγκειται στην ικανότητά του να γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν, δημιουργώντας μια εικαστική γλώσσα που παραμένει εξίσου ζωντανή και συγκινητική σήμερα, όσο ήταν και στην εποχή του.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
[1] Lefakis: 34th Biennale 1968 Venice, 1968.
[2] Παπαστάμος Δ., Λεφάκης (Lefakis), Εθνική Πινακοθήκη, Athens, 1989.
[3] Βλ. υποσημείωση 1.
[4] Τόμπρος Μ., XXXIV Biennale Venezia 1968: Hellas – Apergis, Grammatopoulos , Lefakis, Athens, 1968.
[5] Βλ. υποσημείωση 1.