Βιογραφία
Ο Βλάσης Κανιάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1946 εισάγεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα με τη σχολή μαθητεύει κοντά στο Γιάννη Τσαρούχη. Το 1950 εγκαταλείπει τις ιατρικές σπουδές και ξεκινάει τη φοίτηση του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλους τους Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Παππά, και τον Ουμβέρτο Αργυρό ενώ συνεχίζει να είναι βοηθός του Γιάννη Τσαρούχη πραγματοποιώντας σκηνογραφίες και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις και ταινίες όπως η Στέλλα (1953) του Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1953 παντρεύεται τη Μαρία Λίνα και το 1955 ολοκληρώνει την ΑΣΚΤ και εγκαθίσταται μαζί με τη σύζυγο του στη Ρώμη όπου παραμένει μέχρι τα τέλη του 1960. Μέσα σε αυτό το διάστημα εξερευνά την Ιταλία αλλά και το Παρίσι, και παρακολουθεί μαθήματα σκηνογραφίας και ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης και εργαστήρια φρέσκου στη Σχολή San Giacoppo. H πρώτη του ατομική έκθεση διοργανώθηκε στην γκαλερί Ζυγός στην Αθήνα το 1958, την οποία προλόγισε ο J. Recupero, και σηματοδοτεί την εμφάνιση της αφηρημένης ζωγραφικής στους χώρους τέχνης της Αθήνας. Την περίοδο 1958-1959, μαζί με τον Δημήτρη Κοντό, τον Κώστα Τσόκλη και τον Νίκο Κεσσανλή συγκροτεί την ομάδα καλλιτεχνών Gruppo Sigma. Από το 1959 ξεκινά τη σειρά των Τοίχων, εμπνεόμενος από τους δημόσιους χώρους της κατοχικής Αθήνας, που παρουσίασε στην γκαλερί La Tartaruga, έναν από τους πιο σημαντικούς εκθεσιακούς χώρους της Ρώμης. To 1960 μετακομίζει στη Γαλλία, γνωρίζει τον τεχνοκριτικό Pierre Restany και τον κύκλο καλλιτεχνών του Nouveau Réalisme. Μέχρι το 1962 έχει πάρει μέρος σε εκθέσεις στο Λονδίνο, το Μόναχο, τις Βρυξέλλες, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και έχει αρχίσει να στρέφει την πρακτική του εκτός τελάρου εστιάζοντας σε κατασκευές από μεταλλικό δικτυωτό πάνω στο οποίο στερέωνε γυψωμένα χαρτιά ή πανιά. Το 1964 παρουσιάζει την εξελιγμένη δουλειά του στην Galerie J του Παρισιού και στα πλαίσια της έκθεσης Τρεις προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική που οργάνωσε ο Pierre Restany στο θέατρο La Fenice, παράλληλα με τη Μπιενάλε της Βενετίας. Στην τελευταία περίπτωση, μαζί με τους καλλιτέχνες Νίκο Κεσσανλή και Δανιήλ Παναγόπουλο, μεταμόρφωσε το φυσικό χώρο της αίθουσας σε κοινωνικό, διαλογικό και θεατρικό χώρο με το πρώτο του περιβάλλον από σύρματα και αντικείμενα ντυμένα με καθημερινά υλικά μαζικής παραγωγής που εμοιάζαν με γλυπτικές μορφές. Το 1966 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1967 συμμετέχει σε δύο εκθέσεις στη γκαλερί Prado del’ Ateneo στη Μαδρίτη και στο Μουσείο Rath στη Γενεύη. Και στις δύο περιπτώσεις, έργα του λογοκρίνονται για τον ανατρεπτικό τους χαρακτήρα. Τρία χρόνια αργότερα πραγματοποιεί στη Νέα Γκαλερί της Αθήνας έκθεση με έργα της περιόδου 1968-1969 που ανήκουν στη σειρά με τους Γύψους και ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την πραγματικότητα της Χούντας κατά τη διάρκεια της οποίας υπήρξε μέλος της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα». Τα έργα ήταν γυψωμένες μορφές με μεταλλικό σκελετό, γυψωμένα μπράτσα, συρματοπλέγματα με γύψινες πλάκες κ.α. που συνοδεύονταν από κόκκινα γαρίφαλα. Το 1969 επιστρέφει αναγκαστικά στο Παρίσι μαζί με την οικογένεια του και το 1970 παρουσιάζει τους Γύψους στο Musée d'Art Moderne de la Ville de Paris με μεσολαβητή τον Pierre Restany, ενώ συμμετέχει και σε άλλες εκθέσεις στην Ευρώπη όπως στην Τέχνη και Πολιτική από τον Georg Bussman, η οποία περιόδευσε στην Γερμανία. Ένα χρόνο μετά διοργανώνεται αναδρομική έκθεση με το έργο του στη Στοκχόλμη, στο Moderna Museet, και ο ίδιος αρχίζει να δουλεύει μια νέα ενότητα έργων, τους Μετανάστες, που περιλαμβάνει ανδρείκελα ντυμένα με φθαρμένα ρούχα, μαζί με αντικείμενα της καθημερινότητας των μεταναστών. Η συγκεκριμένη ενότητα ολοκληρώθηκε με την υποστήριξη της υποτροφίας της DAAD και παρουσιάστηκε σε πολλά μουσεία της Δυτικής Γερμανίας ως μέρος της περιοδεύουσας έκθεσης Gastarbeiter—Fremdarbeiter (1975 – 1976), καθώς και στην Documenta 6 (1977) στο Kassel και στο Institute of Contemporary Arts στο Λονδίνο (1976). To 1980, παρουσίασε το κατασκευασμένο in situ περιβάλλον Hélas-Hellas (Αλίμονο Ελλάς, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του) στο εγκαταλελειμμένο παγοποιείο του Φιξ, με την υποστήριξη της γκαλερί Bernier-Eliades. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιεί πλήθος εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό με αποκορύφωμα την εκπροσώπηση της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1988, μαζί με το Νίκο Κεσσανλή. Απεβίωσε στην Αθήνα το 2011. Ο Βλάσης Κανιάρης αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες της μεταπολεμικής τέχνης. Μέσα από το ακόμα επίκαιρο έργο του δεν παραθέτει μόνο τις διακυμάνσεις της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδας και την εμπειρία διασποράς, αλλά και εικαστικές αναζητήσεις των ορίων μεταξύ της ζωγραφικής και του πραγματικού κόσμου, της τέχνης και της ζωής. Έχει τελέσει καθηγητής ζωγραφικής στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π για 20 χρόνια, και έχει συμμετάσχει στις Μπιενάλε του Σαν Μαρίνο, του Σάο Πάολο και στα Ευρωπάλια στις Βρυξέλες. Αναδρομικές του εκθέσεις έχουν οργανωθεί από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (1991) και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (1999) στη Θεσσαλονίκη, το Karl Ernst Osthaus-Museum (1991) της Χάγης, το Μουσείο Μπενάκη (2008) στην Αθήνα, με σημαντικότερη στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (1999) και πιο πρόσφατη την έκθεση του Ίδρυματος Τηνιακού Πολιτισμού (2016). Επιπλέον, έργα του έχουν εκτεθεί σε θεσμούς τέχνης όπως το Centre Pompidou στο Παρίσι και τη Documenta 14 στην Αθήνα και το Kassel.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια