Βιογραφία
Η Βάσω Κατράκη υπήρξε μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες χαράκτριες, αφιερώνοντας τη ζωή της στην τέχνη της χαρακτικής με αφοσίωση, ηθική ακεραιότητα και βαθύ ανθρωπισμό. Γεννημένη στις 5 Ιουλίου 1914 στο Αιτωλικό, μια μικρή νησιωτική κωμόπολη, τα παιδικά της χρόνια καθορίστηκαν από τον σκληρό καθημερινό μόχθο των ανθρώπων του τόπου της — μια εμπειρία που σημάδεψε ανεξίτηλα τη συνείδησή της. Η επαφή της με τον κόσμο της τέχνης ξεκίνησε από νωρίς και μυστικά ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη και στον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1940 αποφοίτησε, έχοντας ήδη ξεχωρίσει ως ταλαντούχα χαράκτρια.
Τη δεκαετία του 1940, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος άφησαν βαθιά τραύματα στη χώρα και στην ίδια την Κατράκη. Δεν έμεινε αμέτοχη παρατηρήτρια της Ιστορίας· αντιθέτως, συμμετείχε ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες, και η τέχνη της έγινε κραυγή διαμαρτυρίας. Η χαρακτική έγινε το μέσο με το οποίο κατέγραψε τον ανθρώπινο πόνο, τη στέρηση και τη θέληση για επιβίωση. Η αφοσίωσή της στις αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης την οδήγησε στην εξορία. Ακόμα και εκεί, μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, η Κατράκη δεν σταμάτησε να δημιουργεί. Τα έργα αυτής της περιόδου είναι από τα πιο συγκλονιστικά της, σιωπηλές αλλά δυνατές μαρτυρίες μιας εποχής διωγμών και ανείπωτης θλίψης.
Τη δεκαετία του 1950, η Βάσω Κατράκη είχε ήδη εδραιωθεί ως μια από τις κορυφαίες χαράκτριες της Ελλάδας. Η πρώτη της ατομική έκθεση το 1955 σηματοδότησε την έναρξη μιας λαμπρής καριέρας. Ενώ αρχικά δούλευε πάνω στο ξύλο, σύντομα αισθάνθηκε την ανάγκη να εξερευνήσει ένα νέο μέσο που θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το όραμά της. Η ανακάλυψη του ψαμμίτη, μιας πέτρας με αδρή επιφάνεια και ανεξερεύνητες δυνατότητες, άλλαξε ριζικά την προσέγγισή της στη χαρακτική. Αντί να χρησιμοποιεί λεπτά καλέμια χαρακτικής, όπως επιβάλλουν οι παραδοσιακές τεχνικές, επιστράτευσε τα εργαλεία των γλυπτών μετατρέποντας την πέτρα σε έναν ζωντανό καμβά. Το τραχύ ανάγλυφο της πέτρας προσέδιδε στα έργα της μια απτή, σχεδόν γλυπτική διάσταση, γεμάτη φως και σκιά, σιωπή και κραυγή.
Η φήμη της Κατράκη σύντομα ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Έχει πραγματοποιήσει εκθέσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Πεκίνο και τη Βουδαπέστη, ενώ συμμετείχε σε τρεις Πανελλήνιες εκθέσεις καθώς και σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Από τις σημαντικότερες διεθνείς παρουσίες της ήταν οι εκθέσεις στο Κάιρο και τη Στοκχόλμη το 1947, στη Ρώμη το 1953, στη Γενεύη το 1954, στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1957, στη Μπιενάλε Χαρακτικής της Αλεξάνδρειας και στο Λουγκάνο το 1958, στο Τόκιο το 1960, στη 33η Μπιενάλε της Βενετίας και στην Έκθεση Βαλκανικών Χωρών στο Βουκουρέστι το 1977, καθώς και στη Στουτγάρδη και τη Λευκωσία το 1978 στην έκθεση «Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι και Χαράκτες». Επιπλέον, είχε ήδη λάβει το πρώτο βραβείο Χαρακτικής στη Μπιενάλε της Μεσογείου στην Αλεξάνδρεια, το Βραβείο Λουγκάνο το 1958, ενώ στη Βενετία διακρίθηκε και με το Διεθνές Βραβείο Λιθογραφίας «Ταμαρίν».
Παρά τη διεθνή επιτυχία, η τέχνη της παρέμεινε βαθιά συνδεδεμένη με την κοινωνική της συνείδηση. Για την ίδια, η τέχνη δεν ήταν μια ελιτίστικη δραστηριότητα αλλά ένας διάλογος με τον κόσμο. Ακόμη και στα ύστερα χρόνια της ζωής της, δεν σταμάτησε να αναζητά νέες εκφραστικές δυνατότητες. Έμεινε πάντοτε ανοιχτή στην πειραματική διάθεση, χωρίς όμως να προδώσει ποτέ την ουσία του έργου της: την απόδοση της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από την τέχνη. Στην πατρίδα της, το Μουσείο Χαρακτικών Τεχνών Βάσως Κατράκη στο Αιτωλικό στεγάζει την πολύτιμη παρακαταθήκη της. Το έργο της δεν ανήκει μόνο στην ιστορία της τέχνης· ανήκει στους ανθρώπους. Μιλά για τον πόνο, την εξορία, τον αγώνα, αλλά και για την ελπίδα, την αντίσταση, την ακατάβλητη θέληση για ζωή.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια