Βιογραφία
Την περίοδο της ακμής του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην Ευρώπη, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, εμφανίζονται για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό εικαστικό προσκήνιο ορισμένοι Έλληνες καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, όπως οι γεννημένοι με απόσταση τεσσάρων ετών Δανιήλ (1924-2008), Βαλέριος Καλούτσης και Βλάσης Κανιάρης (1928-2011). Ο Β. Καλούτσης γεννήθηκε στα Χανιά στις 8/6/1927, από αστική καλλιτεχνική οικογένεια, έχοντας μητέρα τη ζωγράφο Φλωρεντινή Καλούτση, το γένος Σκουλούδη, συνεργάτιδα της επιφανούς λαογράφου και θεμελιώτριας του όρου «λαϊκή τέχνη» Αγγελικής Χατζημιχάλη (1895-1965). Θείος του ήταν ο διακεκριμένος συνθέτης και συγγραφέας Μανόλης Σκουλούδης, ενώ ο νεότερος αδερφός του Γιώργος ήταν καθηγητής της μουσικής στην Αγγλία. Το 1939 μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπουδάζει από το 1946 στην ΑΣΚΤ, παρακολουθώντας για δύο έτη προπαρασκευαστικά μαθήματα σχεδίου, και για ένα έτος το εργαστήριο ζωγραφικής του Γιάννη Μόραλη (1916-2009). Το 1949 διακόπτει αναγκαστικά τις σπουδές του για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό. Από εκείνη την περίοδο διασώζεται φωτογραφία του ντυμένος ναύτης δίπλα στον Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989) και τον Γιάννη Χαΐνη (γενν. 1930).[1] Από τη γνωριμία του με τον Γ. Τσαρούχη και το ιδιαίτερα ανοιχτό πνεύμα του θα επωφεληθεί τα μέγιστα, σε σημείο να δηλώσει αργότερα σε συνέντευξή του: «Ό,τι έμαθα το έμαθα από τον Τσαρούχη».[2] Το 1952 μεταβαίνει με υποτροφία για σπουδές στην St Martin’s School του Λονδίνου. Όμως, οι σπουδές εκεί δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα και σύντομα μετακομίζει στο Παρίσι, όπου διδάσκεται για δύο έτη (1953-1955) την τεχνική της νωπογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1955 κατασκευάζει σκηνικά για τον Γιώργο Θεοδοσιάδη στη θεατρική σκηνή Perranporth του Λονδίνου. Από το 1953 έως το 1990 είναι κάτοικος Παρισιού, όπου διαμένει στην οδό Antoine-Dubois 4, μέχρι την οριστική επιστροφή του στα αγαπημένα του Χανιά, στα οποία πάντοτε επέστρεφε τακτικά. Στη Γαλλία θα περιηγηθεί συχνά πέριξ του χωριού Tourtour της Προβηγκίας, περιοχής που αποτελούσε πόλο έλξης καλλιτεχνών που απεικόνισαν το τοπίο. Πεθαίνει στις 11 Φεβρουαρίου του 2014, τον ίδιο μήνα με τον έτερο καλλιτέχνη της Διασποράς Τζον Χριστοφόρου (1921-2014).
Αν και κάτοικος Παρισιού, ο Β. Καλούτσης θα αναγνωριστεί περισσότερο στο Λονδίνο, όπου πρωτοπαρουσιάζει έργο του το 1955 σε ομαδική έκθεση στο Λονδίνο (Piccadilly Gallery). Η πρώτη ατομική του έκθεση, πάντως, οργανώνεται το 1957 στο Παρίσι (Galerie 93, όπου θα εκθέσει εκ νέου το 1958), και γίνεται δεκτή με εκτενή θετικά σχόλια από τους κριτικούς. Ο Β. Καλούτσης παρουσιάζει ήδη στην πρώτη του ατομική έκθεση έργα αφαιρετικής τεχνοτροπίας, μάλιστα ένα έτος πριν την πρώτη παρουσίαση αφηρημένης τέχνης σε ατομική έκθεση στην Αθήνα (στην αίθουσα τέχνης του Ζυγού, από τον Βλ. Κανιάρη το 1958), στοιχείο που επιβεβαιώνει τη δεδομένη θέση του στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, και πιο συγκεκριμένα της ελληνικής εικαστικής πρωτοπορίας. Το 1960 οργανώνει ατομική έκθεση στο Λονδίνο (New Vision Centre), όπου συμμετέχει το ίδιο έτος στην ομαδική έκθεση 12 Ελλήνων καλλιτεχνών της Redfern Gallery στην Cork Street, σε επιμέλεια του Αλέξανδρου Ξύδη.[3] Με αυτή την ιδιαίτερα επιτυχημένη ομαδική έκθεση ο Καλούτσης κινεί το ενδιαφέρον των ιθύνοντων της Redfern Gallery, με την οποία υπογράφει συμβόλαιο και όπου παρουσιάζει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις τα επόμενα έτη (1961∙ 1962∙ 1963∙ 1968, Kinoptics).[4] Το 1965 ο Καλούτσης παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του σε ατομική έκθεση στην Αθήνα (Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, Χίλτον). Από το 1973 ξεκινάει η συνεργασία του με την Αίθουσα Τέχνης «Δεσμός», με την ατομική του έκθεση Επικοινωνία 73, και τρία έτη μετά με την έκθεση Naturmatic. Η τελευταία παρουσιάστηκε εν νέου μετά τον θάνατό του, το 2019 στην Αθήνα (Σπίτι της Κύπρου, επιμ. Χρ. Μαρίνος). Στη συνέχεια, ο καλλιτέχνης θα παρουσιάσει έργα του σε ατομικές εκθέσεις κυρίως στην Αθήνα,[5] στο Παρίσι (1981, Galerie Rue Jacob), καθώς και στο νησί του: στο Ηράκλειο (1986, Φωτοσχέδια, αίθουσα τέχνης «Σταυρακάκη»), και στη γενέτειρά του, τα Χανιά (2005, μεγάλη αναδρομική στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, επιμ. Μάνος Στεφανίδης). Μεταθανάτια θα παρουσιαστούν έργα του το 2014 στην Αθήνα (Ο Δημήτρης Αληθεινός προτείνει, «Οπλοστάσιο Τέχνης»), το 2017 στο Παρίσι (Kinetic Communication, RCM Galerie), και το 2019, εκτός από την έκθεση Naturmatic που αναφέρθηκε στην Αθήνα, σε αναδρομική έκθεση από τον ίδιο επιμελητή στο Ρέθυμνο (Μεταμορφώσεις ενός τοπίου, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης).
Ο Β. Καλούτσης, ως επιφανές μέλος των καλλιτεχνών της ελληνικής Διασποράς στη Γαλλία, έλαβε επίσης μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Εκτός από την πρώτη του ομαδική που αναφέρθηκε το 1955 και την έκθεση των 12 Ελλήνων στη Redfern το 1960 στο Λονδίνο, θα παρουσιάσει έργο του σε πολλές εκθέσεις στο Παρίσι,[6] το Λονδίνο,[7] τη Γερμανία,[8] τη Σκανδιναβία,[9] τη Βόρεια Αμερική,[10] το Λίβερπουλ (1972), και βέβαια την Αθήνα,[11] αλλά και τη Θήβα (1975), τη Ρόδο (1985), τα Χανιά (1994, 1995, 1999, 2003), το Ρέθυμνο (1998, 2000, 2003), τη Θεσσαλονίκη (2002), και τη Σύρο (2010). Μετά τον θάνατό του έργα του παρουσιάστηκαν σε Θεσσαλονίκη (2014∙ 2019, Ελληνική Μεταπολεμική Αφαίρεση), Αθήνα,[12] και Παρίσι (2018, Drawing now art fair, Le carreau du temple). Έργα του βρίσκονται σε Μουσεία και Συλλογές σε διάφορα μέρη στον κόσμο.[13]
Ο Βαλέριος Καλούτσης, με το χαρακτηριστικής ιδιοτυπίας έργο του, τοποθετείται χωρίς αμφιβολία στη χορεία των πρωτοπόρων καλλιτεχνών της Ευρώπης στην εποχή του, κατορθώνοντας να εξερευνήσει σε βάθος τις δυνατότητες της μοντέρνας τέχνης, χωρίς, ταυτόχρονα, να απομακρυνθεί από την επιδίωξη ενός έργου όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένου. Ο Γιώργος Μουρελός θα επισημάνει, άλλωστε, το 1962 για τους νέους καλλιτέχνες της ελληνικής Διασποράς στη Γαλλία, πως αν και βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε ρήξη με την παράδοση, αυτό δεν συμβαίνει λόγω μιας ανάγκης για έναν καταχρηστικό μοντερνισμό, αλλά γιατί έχουν την εγρήγορση να χρησιμοποιήσουν τις εξαιρετικές δυνατότητες που τους παρέχει η εποχή τους.[14] Το ίδιο έτος ο Καλούτσης παρουσιάζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού The Studio με το άρθρο «Caloutsis. Ego into art» του Mervyn Levy, όπου γίνεται αναφορά στο συνδυασμό του κυματώδους ρεύματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού με μια κλασσική φιλοσοφική βάση στο έργο του,[15] το οποίο, εξάλλου, όπως και το έργο των Κωνσταντίνου Ξενάκη, Ιάσονα Μολφέση και Τάκι, δίνει προτεραιότητα στην αναζήτηση της έννοιας παρά της εικόνας∙[16] πυροδοτείται δηλαδή από την ιδέα που θέλει να εκφράσει ο καλλιτέχνης, με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα να νοείται περισσότερο ως διαδικασία. Ο Καλούτσης αφοσιώνεται περισσότερο σε θεματικά όμοιες σειρές. Όπως δηλώνει: «Δημιουργούνται προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν σε ένα πίνακα αλλά σε πέντε, σε έξη πίνακες που συνεχίζουν το ίδιο θέμα».[17]
Αρχικά, ενδιαφέρεται για τη ματιέρα (γύψος, κομμάτια από γυαλί κ.λπ.), που, όπως υπογραμμίζει ο Τώνης Σπητέρης, «γίνεται ο κυριότερος στόχος του τεχνικά και αισθητικά».[18] Σε αυτή την πρώτη περίοδο δημιουργίας του είναι ακόμη επηρεασμένος από τις κονστρουκτιβιστικές διδαχές των Antoine Pevsner (1886-1962) και Naum Gabo (1890-1977), οι οποίοι, όπως εύστοχα παρατηρεί η Βεατρίκη Σπηλιάδη, παρουσίασαν «μια κινητική και δυναμική αντίληψη της έννοιας του χρόνου» και την «απόκρουση κάθε παραστατικότητας. Αρχές που εφάρμοσε στις φωτοκινητική φάση του έργου του».[19] Επίσης, αναγνωρίζει την επίδραση που του ασκεί η μοντέρνα ισπανική σχολή ζωγραφικής, με προεξάρχοντα τον Antoni Tàpies (1923-2012). Την περίοδο εκείνη (γύρω στο 1961), μάλιστα, αφομοιώνει την επίδραση αυτών των ζωγράφων και ο κάτοικος Μαδρίτης, Έλληνας καλλιτέχνης της Διασποράς, Δημήτρης Περδικίδης (1922-1989). Από το 1960 μέχρι το 1970 περίπου το έργο του Καλούτση υπερβαίνει την αποκλειστική ενασχόληση με τη ματιέρα, προσεγγίζοντας μια μεταφυσική της ύλης. Εκείνη τη δεκαετία θα λάβει και τη μεγαλύτερη αναγνώριση με άρθρα που γράφονται για αυτόν:[20] στους Times του Λονδίνου, όπου τονίζεται η προσωπική του σφραγίδα και η μεταλλική λάμψη του έργου του∙ στο περιοδικό Apollo, όπου γίνεται νύξη στην έντονη ανησυχία του για το υλικό και την ιδιαίτερη τεχνική του μέσω ενός μίγματος που ονομάζει λαδο-γύψο∙ στο Art’s Review, από τον Edward Lucie-Smith, ο οποίος τον κατατάσσει σε μια πλευρά αυτού του φαινομένου που θα μπορούσε να ονομαστεί “διεθνές ύφος”. Για το έργο του θα γράψουν ακόμα οι Eric Newton, Conroy Maddox, Pierre Rouve, Jasia Reichardt, Michel Ragon, κ.ά. Για τον Καλούτση θα γράψει εκτενές άρθρο στο Ζυγό και ο τεχνοκρίτης Charles S. Spencer,[21] εντοπίζοντας την αποστροφή του για την ακαδημαϊκή διδασκαλία, αλλά, κυρίως, την καταβολή της τέχνης του στο ελληνικό φως, που όπως παρατηρεί, «αποστραγγίζει το τοπίο από χρώμα». Ο Π. Καραβίας, με τη σειρά του, περιγράφει με εμβρίθεια την εντύπωση που προκαλεί η τέχνη του Καλούτση το 1965 με τις ανάγλυφες κατασκευές του, που, όπως σημειώνει: «απλώνουν εμπρός μας, το δράμα ενός κόσμου – του κόσμου μας – συγκλονισμένου και σπασμένου, σπασμένο κι αυτό σε κομμάτια, που όμως έχουν ζωντανόν οργανισμό και στέρεες μορφές, τέτοιες που μέσα από την απόγνωσή τους ανεβαίνει ένα σημείο ελπίδας».[22] Η Έφη Ανδρεάδη, επίσης για την ίδια έκθεση, εντοπίζει τη ρομαντική τάση του Καλούτση προς μια ολική τέχνη, με την «ένωση των τεχνών αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής».[23]
Τη δεκαετία του 1970 ο Καλούτσης ενδιαφέρεται περισσότερο για την τεχνητή φύση, παρουσιάζοντας μια πλήρη σειρά από φωτοκινητικά έργα ήδη το 1968, και δημοσιεύοντας τη μελέτη του για ένα κινοπτικό σύστημα, όπως το ονομάζει, στο περιοδικό Leonardo το 1970. Πλέον, τον απασχολεί, όπως σημειώνει ο ίδιος, «η ιδέα μιας φύσης, που τα διάφορα φυσικά στοιχεία της αντικαθίστανται από τεχνητά».[24] Είναι χαρακτηριστικό, όπως παρατηρεί η Μαρία Μαραγκού, ότι παρουσιάζει πλαστικές τουλίπες το 1976, φιλοτεχνώντας από τους πρώτους διεθνώς έργα με πλαστικό φυσικό περιβάλλον.[25] Τη δεκαετία του 1980 θα τον απασχολήσουν οι ερμηνείες της εικόνας, με τις μεταλλαγές και τις ανατομίες του, και από το 1990 και μετά οι ερμηνείες του χώρου, με τις δύο σειρές έργων που παρουσιάζει με την ονομασία διαβρώσεις. Σε όλο του το έργο φανερώνεται σταδιακά η αναφορά του στο τοπίο της πατρίδας του. Όπως καταθέτει ο ίδιος: «Μεγάλη επίδραση είχε στα έργα μου το ύπαιθρο, εκεί, το πρώτο που αντίκρυσα (…) [άθελά μου] είχα δώσει στα έργα μου την στεγνότητα, το βραχώδες, το άγριο, της κρητικής υπαίθρου».[26] Ο Μάνος Στεφανίδης θα τον κατατάξει στην πρώτη σειρά των πρωτοπόρων καλλιτεχνών της γενιάς του ‘60, επισημαίνοντας ότι «παραλαμβάνει την αίσθηση του τοπίου από εκεί που την άφησαν ο Νικόλαος Λύτρας και οι δάσκαλοί του Τσαρούχης και Μόραλης».[27] Η αγωνία του να εντάξει το υλικό του στο έργο του με τρόπο που να αναδεικνύει αυτό το βαθύ του ενδιαφέρον για τις πρωταρχικές βιωματικές του εικόνες που τον εμπνέουν σε όλο του το έργο υποδηλώνεται και στο μεγάλο πλήθος υλικών που χρησιμοποιεί: γύψος, άμμος, πέτρα, μεταλλικό χρώμα, κόλλα, φωτογραφία (σαν υπόβαθρο στο οποίο επεμβαίνει χρωματικά και σχεδιαστικά), ήχος, φωτοκύτταρα, σύρματα, κασετόφωνα, βαλσαμωμένα πουλιά, πλαστικά λουλούδια, λινάτσες, χαλίκια, ετερόκλητα βιομηχανικά υλικά, τεχνολογικά μέσα (κάτοπτρα, μετασχηματιστές κ.ά.) κ.ά. Το 1986 ο Αλ. Ξύδης θα παρατηρήσει εύστοχα πως ο καλλιτέχνης γεννάει «ένα τρίτο τοπίο μυστηριακό», που θυμίζει εκείνο «της Αριζόνας ή της Σαχάρας».[28] Το έργο του, μέσα από την δυναμική του εξέλιξη, και ίσως και τις υπαναχωρήσεις του μπροστά στην επέλαση του μηχανικού πολιτισμού, δεν παύει να αποτελεί, όπως θα υπογραμμίσει ήδη το 1965 η Ντιάνα Αντωνακάτου, την προβολή μιας δοκιμασίας του ίδιου του καλλιτέχνη στον θεατή του, η οποία πηγάζει «απ’ τη συμμετοχή του στην αγωνία του συγχρόνου και τη συμβολή του στην προειδοποίηση αυτού του κινδύνου που κλείνει ο μηχανικός πολιτισμός, κατά ένα τρόπο καίριο και δυναμικό».[29]
[1] Η φωτογραφία απεικονίζεται στον κατάλογο της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης για το έργο του: Βαλέριος Καλούτσης. 1954-2004. Ανατροπές, επιμ. Μάνος Στεφανίδης, 7/11/2005-7/1/2006, Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, σ. 50.
[2] Βλ. συνέντευξη του καλλιτέχνη στο Ροζίτα Σώκου, «Εις τα σύνορα ζωγραφικής και γλυπτικής. Ο Βαλέριος Καλούτσης. (Συμφύρματα – Κατασκευαί)», Η Καθημερινή, 21/11/1965.
[3] Ο Αλ. Ξύδης, εκτός από επιφανής τεχνοκρίτης, ήταν φίλος και διπλωμάτης του Έλληνα πρέσβη τότε στο Λονδίνο, πρώτου Έλληνα νομπελίστα, ποιητή Γιώργου Σεφέρη (1900-1971), που επίσης επισκέφτηκε την έκθεση (βλ. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ζ’. 1 Οκτώβρη 1956 – 27 Δεκέμβρη 1960, επιμ. Θεανώ Ν. Μιχαηλίδου, Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1990, σ. 168).
[4] Σε αυτήν τη γνωστή Αίθουσα Τέχνης του Λονδίνου, που γιόρτασε το 2023 τα 100 χρόνια λειτουργίας της, και όπου θα παρουσιάσουν έργα τους μεγάλα ονόματα της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής (Henry Moore, Barbara Hepworth, Sybil Andrews, Cyril Edward Power, Claude Flight, Paul Delvaux, Sidney Nolan, Maria Helena Vieira da Silva, Patrick Heron κ.α.), οργανώνεται και η πρώτη έκθεση κινητικής και οπτικής τέχνης στη Βρετανία το 1964 (Structures Vivantes, με έργα των Bury, Soto και Τάκι).
[5] 1986, αίθουσα τέχνης «Νέες Μορφές»∙ 1991, Διαβρώσεις, «Δεσμός»∙ 1996, Διαβρώσεις ΙΙ, «Νέες Μορφές»∙ 2004, Μεταλλαγές, αναδρομική, Τεχνοχώρος «Το μήλο».
[6] 1958 και 1959, Salon de la Jeune Peinture∙ 1958, Artistes Grecs de Paris∙ 1962, Peintres et sculpteurs grecs de Paris, Musée d’Art Moderne, όπου θα συμμετάσχουν μεταξύ άλλων οι Caniaris, Christoforou, Gaitis, Prassinos, Tsoclis, Andreou, Coulentianou, Liberaki, Philolaos, Sklavos∙ 1971, Réalités Nouvelles∙ 1972, Jeux de Lumière et Animation∙ 1973, Pulsations και Grands et Jeunes d’Aujourd’hui, Grand Palais∙ 1974-1980 Foire Internation d’Art Contemporain Paris.
[7] 1960-1970, Summer Exhibition, Redfern Gallery∙ 1964, September International, Grosvenor Gallery∙ 1970, Here Tomorrow∙ 1971, Electric Theatre∙ 1972, Prototype Display.
[8] Avant-Garde Griechenland, με τη συμμετοχή των Daniil, Logothetis, Nikos, Pavlos, Takis, Tsoclis, Xenakis, επιμ. Χρήστος Ιωακειμίδης, Haus am Lützowplatz, Βερολίνο. Η έκθεση θα ταξιδέψει και σε Στουτγάρδη, Φρανκφούρτη.
[9] 1969, Light and movement, Όσλο, Ελσίνκι, Κοπεγχάγη∙ 1975, Electronic art, Κοπεγχάγη.
[10] 1963, Batt Lytton Foundation, Λος Άντζελες∙ 1969, Exposition art of matière, Μόντρεαλ∙ 1982, Rosendeld Gallery, Φιλαδέλφεια.
[11] 1974, Πώς βλέπουν οι καλλιτέχνες τον εαυτό τους, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα», όπου συμμετέχουν οι: Ανδρέου, Αστεριάδης, Βασιλείου, Γουναρόπουλος, Εγγονόπουλος, Κατράκη, Μόραλης, Μπαχαριάν, Μπουζιάνης, Μπουτέας, Παπαλουκάς, Σικελιώτης∙ 1974 Αφιέρωμα στην Κύπρο, σε 5 γκαλερί με τη συμμετοχή 200 καλλιτεχνών, για τη στήριξη του νησιού μετά την τουρκική εισβολή∙ Πρόταση για παιχνίδι, «Δεσμός», συμμετέχουν: Γαΐτης, Ζούνη, Ξαγοράρης κ.ά. Στο «Δεσμό» επίσης το 1976, το 1980 και το 1990∙ 1993, Art Athina∙ 1999, ΔΕΣΤΕ, όπου συμμετέχουν: Γαΐτης, Θόδωρος, Κεσσανλής, Λαζόγκας, Ρωμανού, Τσόκλης κ.ά. 2001, Έλληνες Εικαστικοί του Παρισιού∙ 2002, Το σοκ του ‘70∙ 2003∙ 2004∙ 2005, Εντός Εκτός. Σημειώσεις για τη δεκαετία του ‘60∙ 2005, Τα χρόνια της αμφισβήτησης. Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα, Μέγαρο Μουσικής.
[12] 2015∙ 2016 Μετά την έκρηξη ακούς ακόμη το φως∙ 2017, Αναφορά περιπτώσεων, Γκαλερί Ζουμπουλάκη, και Η εποχή του διαστήματος: ηλεκτρική και ηλεκτρονική τέχνη στην Ελλάδα, Ρομάντσο∙ 2019, Αφαιρετική φόρμα. Τέχνη και Design στην Ελλάδα του 1950 και 1960, Γκαλερί Αντωνοπούλου∙ 2019, Λεπτομέρειες μιας περιπέτειας. Δεσμός στα χρόνια του ’70 και του ‘80∙ 2023 Art Athina, και Παράλληλη θέαση, Ίδρυμα Θεοχαράκη.
[13] National Gallery of Melbourne∙ City of York Gallery∙ City art Gallery Toledo, Ohio∙ ΕΠΜΑΣ∙ Μουσείο Βορρέ∙ IBM Europe Collection∙ Leicester County Collection∙ Common Rooms, Worcester College, Οξφόρδη.
[14] «Si ces jeunes artistes rompent pour la plupart avec la tradition, ce n’est presque jamais parce que mus par le besoin d’un modernisme abusif, mais parce qu’ils sont soucieux de consommer les possibilités extraordinaire que leur offre leur époque» (Πηγή: ΙΣΕΤ / Εθνική Πινακοθήκη).
[15] Mervyn Levy, «Caloutsis. The ego into art», The Studio, τχ. 164, Ιούλιος 1962, σ. 13.
[16] Βλ. Δωροθέα Π. Κοντελετζίδου, Η ιδεά ως υλικό το υλικό ως ιδέα. Οι Έλληνες καλλιτέχνες στο Παρίσι από το 1960 μέχρι το 1980. Έννοια-Υλικά, Αθήνα 2014.
[17] Στο Ροζίτα Σώκου, ό.π.
[18] Τώνη Σπητέρη, Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης. 1660 1967, τ. Β’, Αθήνα 1979, σ. 336.
[19] Βεατρίκη Σπηλιάδη, «Βαλέριος Καλούτσης, παραστατικός αλλά καθόλου ακαδημαϊκός», Η Καθημερινή, 12/10/1976 (Πηγή: ΙΣΕΤ / Εθνική Πινακοθήκη).
[20] Βλ. περιοδικό Εικόνες, 9/6/1961∙ Το Βήμα, 19/11/1965.
[21] Charles S. Spencer, «Η μεταλλική ζωγραφική του Βαλέριου Καλούτση», Ζυγός, τχ. 81, Αυγ. 1962, 26-30.
[22] Εφημ. Ελευθερία, 5/12/1965.
[23] Εφημ. Το Βήμα, 3/12/ 1965.
[24] Βλ. Βαλέριος Καλούτσης. 1954-2004. Ανατροπές, ό.π., σ. 15.
[25] Βλ. εφημ. Ελευεθεροτυπία, 16/5/1999.
[26] Στο Ροζίτα Σώκου, ό.π.
[27] Βλ. Βαλέριος Καλούτσης. 1954-2004. Ανατροπές, ό.π., σ. 13-14.
[28] Το κείμενο αναδημοσιεύεται στην αναδρομική Μεταμορφώσεις ενός τοπίου (Πηγή: ΙΣΕΤ / Εθνική Πινακοθήκη).
[29] Εφημ. Η Καθημερινή, 7/12/1965.
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά