Βιογραφία
Η Επτανησιακή Τέχνη, αφετηριακής σημασίας για τη Νεοελληνική Τέχνη, με τους πέντε προπάτορές της ζωγράφους: Παναγιώτη (1662-1729) και Νικόλαο Δοξαρά (1700/06-1775), Ιερώνυμο Πλακωτό (1680-1728), Νικόλαο Κουτούζη (1741-1813) και Νικόλαο Καντούνη (1767-1834), αποτέλεσε, χάρη και στην Ενετοκρατία, η οποία εδραιώθηκε το 1684 με την κατάκτηση της Λευκάδας από τον Morosini, μια βαθιά ανάσα καλλιτεχνική ελευθερίας, ίσως και τη μοναδική μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, μετά την πτώση της Κρήτης το 1669. Σε αυτή τη νησιωτική ιδιότυπη πολιτεία, «δίπλα στην μακριά παράδοση των εργαστηρίων, παρουσιάζεται για πρώτη φορά και ο ακαδημαϊκός τύπος σπουδών στις καλές τέχνες» (Κωστής Λιόντης, «Επτανησιακή Τέχνη», Η Καθημερινή – Επτά Ημέρες, τ. 51, αφιέρωμα «Επτανησιακή Τέχνη», επιμ. Κωστής Λιόντης, 23/2/1997, σ. 4). Τους επιφανείς ζωγράφους που γεννήθηκαν στην Κεφαλονιά, Γεώργιο Μηνιάτη (1823-1895), Νικόλαο Τυπάλδο-Ξυδιά (1828-1909) και Γεώργιο Άβλιχο (1842-1909), ακολουθεί ο γεννημένος το 1872 στο Αργοστόλι, Σπύρος Βικάτος, τρίτο παιδί του ναυτικού Αλοΐσιου Βικάτου και της Αγγελικής Σεραφείμ (βλ. Σταλίνα Βουτσινά, Ο ζωγράφος Σπύρος Βικάτος [1872-1960], Αθήνα 2012, σ. 12). Ο Βικάτος έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός από πατέρα και αναγκάστηκε να εργαστεί στο φαρμακείο της πόλης του για να βοηθήσει την οικογένειά του, ήδη από την ηλικία των 9 ετών. Εκεί καταγίνεται στον ελεύθερο χρόνο του με τη ζωγραφική, εκθέτοντας έργα με εκκλησιαστικά θέματα στη βιτρίνα του καταστήματος (βλ. Β. Κουντουρίδης, 90 Έλληνες ζωγράφοι χαράκτες και γλύπτες, Αθήνα 1991, σ. 37). Το πρώιμο ταλέντο του θα εντυπωσιάσει τον μητροπολίτη του νησιού, Γερμανό Καλλιγά (1844-1896), ο οποίος του υπόσχεται να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα για να σπουδάσει την τέχνη της ζωγραφικής, υπόσχεση που πραγματοποιεί το 1890, αφού το προηγούμενο έτος γίνεται Μητροπολίτης Αθηνών. Εκεί θα σπουδάσει το διάστημα 1890-1899 στο Σχολείο των Τεχνών, με δασκάλους τους ζωγράφους Νικηφόρο Λύτρα (1832-1904), τον αποκαλούμενο “πατριάρχη” της Νεοελληνικής Ζωγραφικής, και Σπυρίδωνα Προσαλέντη (1830-1895), γιο του Παύλου Προσαλέντη (1784-1837), ιδρυτή της πρώτης ακαδημαϊκής Σχολής ζωγραφικής ήδη το 1811 στην Κέρκυρα, και στο μάθημα της πλαστικής τον επίσης σημαίνοντα γλύπτη Γεώργιο Βρούτο (1843-1909). Το 1897 αναφέρεται (Ξενοφών Σώχος, Σπύρος Βικάτος, Αθήνα 1938, σ. 6) ως βραβευθείς με το χρυσοβέργειο και το θωμαΐδειο αριστείο. Ήδη το 1898 συμμετέχει στη “Β’ Καλλιτεχνική Έκθεσις” στο Ζάππειο, καθώς και στις διαρκείς εκθέσεις της «Εταιρείας Φιλοτέχνων» (1899, 1900, 1902). Μετά τον θάνατο του προστάτη του, μητροπολίτη Γερμανού, θα καταφέρει να κερδίσει δύο υποτροφίες, από τη Μονή Πετράκη και από την Ευφροσύνη Βαλλιάνου το γένος Μελά, χήρα του Ανδρέα Βαλλιάνου, χάρη στις οποίες θα μπορέσει να μεταβεί για σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου, έχοντας για ένα περίπου έτος δάσκαλο τον έτερο, μετά τον Λύτρα, επιφανέστερο Έλληνα ζωγράφο του 19ου αιώνα, Νικόλαο Γύζη (1842-1901), και με τον θάνατό του στο τέλος του έτους, τον διαπρεπή για τη συμβολή του στο γερμανικό Ιμπρεσιονισμό, Ludwig von Löfftz (1845-1910). Το 1901 βραβεύεται ανάμεσα σε περίπου 300 σπουδαστές της Σχολής για το έργο του Το σκάκι. Το 1903 λαμβάνει και πάλι το πρώτο βραβείο μεταξύ των σπουδαστών. Το 1903 λαμβάνει το χάλκινο βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης Αθηνών. Πριν την περάτωση των σπουδών του θα εκθέσει έργα του στο Glaspalast του Μονάχου (1904), ενώ το ίδιο έτος λαμβάνει το αργυρό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών. Το 1905 λαμβάνει το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας του Μονάχου για το έργο Ο αστακός. Επισκέφτηκε επίσης το Παρίσι, το Βερολίνο και άλλες μεγάλες πόλεις. Με την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα παρουσιάζει το έργο του σε δύο ατομικές εκθέσεις («Αθηναϊκή Λέσχη», 1905∙ «Παρνασσός», 1906). Το 1907 γίνεται μέλος της «Καλλιτεχνικής Εταιρείας» (1907-1910), συμμετέχοντας στις εκθέσεις της στο Ζάππειο (1908, 1909). Το 1908 βραβεύεται με το χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ, για το έργο του Αδερφή του Ελέους. Το ίδιο έτος ιδρύει Σχολή ζωγραφικής για γυναίκες με την επίσης ζωγράφο και συντοπίτισσά του, Μαριάνθη Δρακονταειδή (γεν. π. 1870), στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 46 στα Εξάρχεια. Η Σχολή αυτή δεν θα έχει μακριά διάρκεια λειτουργίας, αφού το 1909 διορίζεται καθηγητής σκιαγραφίας στο Σχολείο των Τεχνών, με τη θέσπιση ειδικού νόμου από την τότε κυβέρνηση Γεώργιου Θεοτόκη. Το 1911 συμμετέχει στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης και το 1919 εκθέτει στην Αίθουσα Τέχνης «Ανατολή». Το 1920 γίνεται διευθυντής Εργαστηρίου της ανανεωμένης πλέον Σχολής Καλών Τεχνών, μετά την ανεξαρτητοποίησή της από το Πολυτεχνείο το 1910. Στο εργαστήριό του στη Σχολή θα έχει την ευκαιρία να διδάξει σε ένα μεγάλο πλήθος μαθητών, πολλοί εκ των οποίων άφησαν έντονο αποτύπωμα στην ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής, όπως οι Σοφία Λασκαρίδου (1876-1965), Απόστολος Γεραλής (1886-1983), Γιώργος Γουναρόπουλος (1889-1970), Αγήνωρ Αστεριάδης (1898-1977), Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990), κ.ά. Το 1928 θα κάνει ατομική έκθεση στην «Αίθουσα Στρατηγοπούλου» και το 1933 στο ατελιέ του. Συμμετείχε επίσης στις εκθέσεις της «Εταιρείας Φιλοτέχνων» (1899, 1900, 1902), του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών (1915, 1917, 1921) και στις Πανελλήνιες (1938, 1939, 1940, 1948, 1952, 1957) στην Αθήνα, καθώς και στην έκθεση του σωματείου «Kunst für alle» το 1935 στο Μόναχο, όπου θα διατελέσει και μέλος της ομάδας «Οι ανεξάρτητοι» («Die Unabhängigen»). Το 1934 και το 1936 συμμετέχει σε δύο διαδοχικές Μπιενάλε της Βενετίας, και το 1937 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, όπου του απονέμεται το Δίπλωμα Τιμής. Το 1937 λαμβάνει το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, αν και δεν θα του προταθεί ποτέ να γίνει ακαδημαϊκός. Το ίδιο έτος συμμετέχει στην ομάδα «Ακαδημαϊκοί ζωγράφοι» (1937-1940), η οποία θα δεχθεί σφοδρή πολεμική. Το 1939 συνταξιοδοτείται από τη Σχολή λόγω του ορίου ηλικίας που είχε θεσπίσει το καθεστώς του Μεταξά. Το 1946 του απονέμεται ο Σταυρός Ταξιαρχών του Φοίνικος από τον βασιλέα Γεώργιο Β’ και το 1953 ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος Αξίας της Δυτικής Γερμανίας από τον καγκελάριο Konrad Adenauer. Το 1947 συμμετέχει στην έκθεση «Ελληνική Τέχνη» στη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Στοκχόλμη και το 1948 στην ομαδική έκθεση στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσό». Το 1951 η Ακαδημία του Μονάχου τον χρίζει επίτιμο μέλος της, τιμή που τον γεμίζει υπερηφάνεια, αφού δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει τη γερμανική ακαδημαϊκή Σχολή ζωγραφικής. Το 1954 θα οργανώσει ατομική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη του Μονάχου και 12 έργα του από δωρεά του ιδίου θα εκτεθούν στην Εθνική Πινακοθήκη στην τμηματική έκθεση υπό τον Μαρίνο Καλλίγα, τα μόνα έργα ζώντος ζωγράφου στην έκθεση, σε μια ενδεδειγμένη απόδοση τιμής στον ηλικιωμένο καλλιτέχνη. Έργα του έχουν αποκτήσει η Μητρόπολη Αθηνών (Αποκαθήλωσις), το Εθνικό Μουσείο Βελιγραδίου (το 1925), το Petit Palais του Παρισιού, οι Πινακοθήκες της Βέρνης, του Μονάχου (το 1935) και της Βουλγαρίας, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας (το 1936), το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, το Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, η Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, η Πινακοθήκη Ιωαννίνων, το Μουσείο Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Τελλόγλειο Ίδρυμα, η Συλλογή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, η Συλλογή του Δήμου Αθηναίων, η Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, καθώς και πολυάριθμες ιδιωτικές συλλογές, όπως η Συλλογή Λεβέντη, η Συλλογή Βογιατζόγλου, η Συλλογή της Εθνικής Τραπέζης, κ.ά. Μετά τον θάνατό του, στις 6/6/1960, θα διοργανωθεί το 1961 έκθεση στον «Παρνασσό» από φίλους και μαθητές του, και το 1962 αναμνηστική έκθεση, με τη φροντίδα του ζωγράφου μαθητή του Γιαννακό (1927-2000), στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Στην Εθνική Πινακοθήκη υπάρχουν πλέον των 30 έργων από δωρεά του ιδίου, προορισμένα να εκτεθούν σε αίθουσα με το όνομά του. Ήταν άτεκνος και άφησε όλη του την περιουσία στην Α.Σ.Κ.Τ. (για τη μετεκπαίδευση ζωγράφων στο Μόναχο) και την Εθνική Πινακοθήκη, όπως και η αδερφή του.
Το έργο του Σπ. Βικάτου δεν κατηγοριοποιείται εύκολα, αν και είναι εμφανείς οι συσχετίσεις του τόσο με τον γερμανικό Ιμπρεσιονισμό του δασκάλου του Löfftz, όσο και με την εκφραστική χρήση των χρωμάτων από τον ύστερο γερμανικό υπαιθρισμό (βλ. Στέλιος Λυδάκης, Ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής [16ος-20ος αιώνας], Αθήνα 1976, σ. 276). Ο ίδιος ήταν, εξάλλου, ζωγράφος του ατελιέ και δούλευε υπομονετικά τα έργα του, τα οποία και πουλούσε σχεδόν κατευθείαν, γι’ αυτό και δεν έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις. Όπως είχε δηλώσει (εφ. Έθνος, 14/5/1927): «Αποβλέπω πάντοτε εις την ποιότητα και όχι εις την ποσότητα. Κάθε έργο μου θέλει δούλεμα. Εργάζομαι αδιάκοπα επάνω σ’ αυτό πολλούς μήνες». Ο τρόπος της εργασίας του, με την ταχύτητα και την εξπρεσιονιστική του τάση, με τη χρήση πολύ συχνά των δακτύλων του και πανιών, περισσότερο και από το πινέλο, τον βοήθησε να εκφράσει το προσωπικό του ταπεραμέντο, και να διατηρήσει ένα προσωπικό ύφος. Σύγχρονός του τεχνοκρίτης θα σημειώσει: «Όταν δουλεύει, νομίζεις ότι μάχεται. Μοιάζει μ’ ένα παλαιστή πάνω στο ρινγκ» (Δ. Καλλονάς, Σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι και γλύπτες, Αθήνα 1944, σ. 61). Όπως θα τονίσει ο Άγγελος Προκοπίου (Ιστορία της τέχνης, τ. Β’, Ρομαντισμός, Ρεαλισμός, Εμπρεσιονισμός, Αθήνα 1969, σ. 370), ο Βικάτος «είναι πολύ ελεύθερος στη διατύπωση των εντυπώσεών του από την φύση και πιο πιστός στην ατομικότητά του παρά στον αντικειμενικό κόσμο (…) θα μπορούσε να θεωρηθή σαν πρόδρομος του εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα (..) Άνοιξε τον δρόμο στην ελεύθερη έκφραση του ατομικού ταπεραμέντου». Η Ντιάνα Αντωνακάτου θα διακρίνει (Κεφαλλήνες Ζωγράφοι και Γλύπτες, Δημος Αθηναίων 1994, σ. 10) με τη σειρά της τη μεσογειακή πληθωρικότητα του Βικάτου, χωνευμένη σε μια υστεροκλασικιστική αντίληψη των περισσότερων Επτανήσιων ζωγράφων, που δεν δέχτηκαν τις επαναστάσεις του 20ου. Διέπρεψε στην τοπιογραφία, στην ανθογραφία, σε συνθέσεις εσωτερικού χώρου με φιλοσοφικό βάθος, αλλά ακόμα περισσότερο στην τέχνη της προσωπογραφίας, πλάθοντας το πορτρέτο μιας πληθώρας επιφανών προσώπων της εποχής του, όπως οι Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) –τον ζωγράφισε δύο μήνες πριν τον θάνατό του–, Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941), Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951), Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942), Παναγής Βαλλιάνος (1814-1902), Διονύσιος Ταβουλάρης (1842-1928), Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936) –τον ζωγράφισε τον Μάρτιο του 1915–, Άδωνις Κύρου (1923-1985), Εμμανουήλ Ρέπουλης (1863-1924) και Ανδρέας Συγγρός (1830-1899). Χάρη στην ιδιαίτερη και περιεκτική τεχνική του μπόρεσε να αποτυπώσει το περιεχόμενο της προσωπικότητας των απεικονιζομένων χωρίς επιδεικτική φλυαρία. Στις τελευταίες δεκαετίες του έργου του, μετά το 1920, θα υπερβεί την ακαδημαϊκή και την ιμπρεσιονιστική επίδραση και θα αποδώσει ένα έργο πιο αφαιρετικό, με τη σταδιακή αφαίρεση των περιγραμμάτων, αποδίδοντας στα βλέμματα των προσώπων «όλη την δόνησιν της εσωτερικότητάς τους, την αφοσίωσι, την πίστι, την ελπίδα, τόσο έντονα εκφρασμένα ώστε αμέσως να μεταδίδονται στην αίσθησι του θεατού πριν αγγίξουν την εγκεφαλική του αντίληψη» (Άγγελος Δόξας, «Αναμνηστική Βικάτου», εφ. Ανεξάρτητος Τύπος, 21/3/1962). Όπως θα τονίσει ο άλλοτε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτρης Παπαστάμος (Ζωγραφική 1930-40. Καλλιτεχνική και αισθητική τοποθέτηση στη δεκαετία, Αθήνα 1981, σ. 59): «Με γρήγορες πλατειές πινελιές που αποδίδουν τον παλμό της ψυχικής κατάστασης των προσώπων και την κίνηση της σύνθεσης προσπαθεί να ξεφύγει από τα σκοτεινά χρώματα και την στατικότητα της Ακαδημίας». Στα θρησκευτικά θέματα είναι καταφανής η επίδρασή του από μια δυτικότροπη νεοαναγεννησιακή θρησκευτική ζωγραφική, όπως αυτή καλλιεργήθηκε και στα Επτάνησα, αλλά κυρίως από τους Γερμανούς ναζαρηνούς ζωγράφους, με προεξάρχουσα την επίδραση του Julius Schnorr von Carolsfeld (1794-1872), στον οποίο οφείλεται η μνημειώδης εικονογράφηση της Βίβλου σε τριάντα μέρη, δημοσιευμένης στη Λειψία το 1852-60. Ο Βικάτος αναμφίβολα κατατάσσεται στους Έλληνες ζωγράφους διεθνούς φήμης και βεληνεκούς, με τις απαρχές της τέχνης του να βρίσκονται στον Ρέμπραντ και τη φλαμανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα, αλλά και στους Velázquez και Ribera. Το ευρύ φάσμα των επιρροών του σε συνδυασμό με την επαφή του με αναζητήσεις του παρόντος, όπως εκφράστηκαν κυρίως από το κίνημα της Sezession του Μονάχου (για αυτή τη σύνθεση παρελθόντος και παρόντος, βλ. Χρ. Χρήστου, Η ελληνική ζωγραφική 1832-1922, Αθήνα 1993, σ. 106), τον διακρίνει και από τον ίδιο τον δάσκαλό του, καθώς, όπως θα υπογραμμίσει (Ξενοφών Σώχος, Σπύρος Βικάτος, Αθήνα 1938, σ. 5) ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, αυτό που τον «κατέστησε (…) “διεθνή φυσιογνωμίαν” είναι ότι είχε την ευφυΐαν ο δαιμόνιος Κεφαλλήν να μην εγκλεισθή εις τα στενά σύνορα της Πατρίδος του, ως έκαμε δυστυχώς ο πρώτος μέγας διδάσκαλός του Νικηφ. Λύτρας, αλλά να επικοινωνή διαρκώς και δια των έργων του και αυτοπροσώπως μετά του έξω μεγάλου κόσμου και τοιουτοτρόπως να θεωρήται μέλος της παγκοσμίου καλλιτεχνικής οικογενείας». Η τάση του προς έναν ανάγλυφο τύπο ζωγραφικής οφείλεται και στη τεχνική του αρτιότητα, καθώς «ζωγράφιζε με αφάνταστη ταχύτητα και δεξιοτεχνία πλάθοντας και ζυμώνοντας το χρώμα με απτική αίσθηση» (Τώνης Σπητέρης, 3 Αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τ. Β’, Αθήνα 1979, σ. 143), καθώς και στο γεγονός ότι «εργάζεται με χονδρές γρήγορες πινελιές που αγνοούν τα περιγράμματα και ελευθερώνουν το σύνολο» (Νέλλη Μισιρλή, Συλλογή τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1993, σ. 19). Βασικά χρώματά του είναι τα Terre de Sienne Brulée, Ocre d’or, Noir και Lacque de garance. Αγαπημένο του θέμα ήταν η αντίθεση γεροντικής και παιδικής ηλικίας, θεματική που είχαν καλλιεργήσει επίσης οι δύο άλλοι Έλληνες δάσκαλοι του Μονάχου, Γύζης και Ιακωβίδης. Όπως χαρακτηριστικά περιέγραφε τη θεματική αυτή: «Η ανθρώπινη δηλαδή άνοιξις με το άνθινο χαμόγελο και τον Όρθρο της υποσχέσεως και το ηλιοβασίλεμα στο λιβάδι των Ασφοδελών. Δύο συγκινητικά ορόσημα που εξακολουθούν να εμπνέουν και να οιστρηλατούν την καλλιτεχνική μου διάθεσι». Δάσκαλός του παρέμεινε πάντα το καλλιτεχνικό του ένστικτο και απείχε από νεωτερισμούς που θεωρούσε ότι αποσπούν την τέχνη από την επαφή της με το ωραίο. Όπως καταθέτει: «Το κοινόν ευχαριστείται από συνθέσεις, αι οποίαι δεν διδάσκονται, αλλ’ είναι προϊόν του βαθέως αισθήματος του καλλιτέχνου (…) Η φύσις είναι οδηγός και διδάσκαλος του καλλιτέχνου».
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά