Βιογραφία
Η Lynda Benglis γεννήθηκε το 1941. H μητέρα της ήταν κόρη Πρεσβυτεριανού ιερέα από το Μισισίπι και ο πατέρας της γόνος Ελλήνων μεταναστών από το Καστελόριζο. Κατά τα παιδικά της χρόνια ζει στη Λουϊζιάνα, στο Λέικ Τσαρλς, μια περιοχή που είναι γνωστή για τις πετροχημικές βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για το μεγάλο αριθμό χημικών ατυχημάτων που συνέβησαν εκεί. Η Ελληνίδα γιαγιά της, Μαριγώ, την πηγαίνει για πρώτη φορά στην Ακρόπολη όταν ήταν 11 ετών και της μαθαίνει το βελονάκι. Αργότερα εκπαιδεύεται ως ζωγράφος στο Newcomb College του Πανεπιστημίου Tulane στη Νέα Ορλεάνη και έρχεται σε επαφή με τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό, σύντομα όμως ξεκινά να δουλεύει εκτός των ορίων του ζωγραφικού πίνακα και να επαναπροσδιορίζει τον τρόπο έκθεσης έργων τέχνης. Το 1964 μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη και το 1968 ζει και δουλεύει στο στούντιο του ζωγράφου Robert Duran. Τον ίδιο χρόνο μετακομίζει σε δικό της στούντιο, ενώ αρχίζει να συναναστρέφεται με καλλιτέχνες όπως οι Eva Hesse, Sol Lewitt, Donald Judd, Barnett Newman, Carl Andre, Jeniffer Bartlett, Michael Goldberg, Ron Gorchov και Marilyn Lenkowski. Εκείνη την περίοδο και μέχρι τις αρχές του 1970 αναπτύσσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για την επεξεργασία της οργανικής φόρμας και τη διερεύνηση της γλυπτικής διαδικασίας. Έτσι δημιουργεί γλυπτικά έργα με έντονα χρώματα από υλικά όπως λάτεξ και αφρό πολυουρεθάνης. Αργότερα θα δουλέψει και με φύλλα χρυσού, τσίγκο και αλουμίνιο. Πριν ακόμα κλείσει τα 30 συμμετέχει τακτικά σε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, κερδίζοντας τις εντυπώσεις, με έργα που φαινομενικά αμφισβητούν την δύναμη της βαρύτητας, αντιτίθενται στους γεωμετρικούς κανόνες οργάνωσης του Μινιμαλισμού αλλά και επιτίθενται στην πατριαρχική ηγεμονία των καλλιτεχνικών κύκλων που επικρατούν εκείνη την εποχή. Έργα της παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην γκαλερί Bykert στη Νέα Υόρκη το 1968. Το 1969 συμμετέχει στην έκθεση Anti-illusion: Procedures and Materials στο Whitney Museum of American Art, με δημιουργίες που έμοιαζαν με πίνακες ζωγραφικής χυμένους στο δάπεδο. Συγκεκριμένα, σε έργα όπως το Fallen Painting, 1968 και το Odalisque (Hey, Hey Frankenthaler), 1969 γίνεται εμφανές το πώς αξιοποιεί νέες μορφοπλαστικές τεχνικές, αφήνοντας χρωματισμένο λάτεξ να χύνεται απευθείας στο πάτωμα και να διαμορφώνεται αυτόνομα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υιοθετεί τον όρο «παγωμένη χειρονομία» (frozen gesture) για να επεξηγήσει μεταφορικά την επιτελεστική διαδικασία παραγωγής των έργων της. Το 1970 διδάσκει γλυπτική στο Πανεπιστήμιο του Rochester. Αργότερα θα διδάξει και σε άλλα πανεπιστήμια όπως το City University της Νέας Υόρκης, το California Institute of the Arts, το University of Arizona, το College of Santa Fe και το Santa Fe Art Institute. Τον ίδιο χρόνο έρχεται σε επαφή με το Φεμινιστικό Πρόγραμμα Τέχνης της Judy Chicago, στο California State University, και αναπτύσσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φεμινιστικό κίνημα. Το 1971, δημιουργεί εγκαταστάσεις από αφρό πολυουρεθάνης που παρουσιάζει σε μουσεία και ινστιτούτα στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως στο Kansas State University, το Vassar College στη Νέα Υόρκη, το Walker Art Center στη Μινεσότα, το Milwaukee Art Center, την Paula Cooper Gallery στη Νέα Υόρκη και το MIT. Ένα χρόνο μετά ξεκινά τη σειρά έργων Knots και τα πρώτα της βίντεο έργα. Στη σειρά Knots διακοσμεί με μεταλλικά και φωτεινά ακρυλικά χρώματα και γκλίτερ βαμβακερά υλικά, παραπέμποντας σε διακοσμητικές τέχνες καθώς επίσης σε έννοιες της υψηλής και χαμηλής τέχνης. Τα βίντεο της Benglis, που χρονολογούνται από το 1972 έως το 1976, διερευνούν τόσο τη δυναμική του ίδιου του μέσου, όσο και στερεότυπα που αφορούν το φύλο, το ανθρώπινο σώμα, τον ερωτισμό και τη σεξουαλική ταυτότητα με πιο αντιπροσωπευτικά τα έργα Noise, Document, Mumble και On Screen του 1972, και το Female Sensibility, 1973. Το 1974, η έντονα προκλητική και χιουμοριστική στάση της Benglis απέναντι στο σύστημα διακίνησης της τέχνης, στους ρόλους εξουσίας, και στα στερεότυπα ομορφιάς και επιθυμίας φτάνει στο αποκορύφωμα της με τη δημοσίευση της γνωστής φωτογραφίας της από τον φωτογράφο Arthur Gordon, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1974 στο περιοδικό Artforum ως διαφημιστικό για την έκθεσή της στην Paula Cooper Gallery. Στη φωτογραφία εμφανίζεται γυμνή, αλειμμένη με λάδι και μαυρισμένη, φορώντας μόνο γυαλιά ηλίου και κρατώντας ανάμεσα στα σκέλη της ένα διπλό σε μέγεθος ομοίωμα φαλλού (dildo). Μετά τη δημοσίευση, ακολουθούν διαμαρτυρίες από ομάδα συντακτών του περιοδικού. Αφού τα παράπονα από και προς το περιοδικό συνεχίζονται, η ίδια τυπώνει 50 μπλούζες με τη συγκεκριμένη εικόνα. Το 1975, δημιουργεί την εγκατάσταση Primary Structures (Paula Props) στην Paula Cooper Gallery, με εμφανείς αναφορές στην ελληνική της καταγωγή και με κριτική διάθεση απέναντι στις αρχές του Μινιμαλισμού. Τον ίδιο χρόνο λαμβάνει το John Simon Guggenheim Memorial Fellowship και το 1976 το Australian Art Council Award. Το 1979 λαμβάνει τη χορηγία National Endowment for the Arts και πραγματοποιεί residency στο Αχμενταμπάντ στην Ινδία, σε κτίριο του Le Corbusier. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, η Benglis συνεχίζει να κατασκευάζει πολύπλοκα κομμάτια τοίχου και δαπέδου, και πειραματίζεται και με άλλα υλικά όπως γυαλί και κεραμικά. Το 1984 και το 1985 εργάζεται στο New York Experimental Glass Workshop της Νέας Υόρκης και στο Pilchuck Glass School στο Στάνγουντ. To 2000 ανακηρύσσεται επίτιμη διδάκτορας στο Kansas City Art Institute και το 2003 λαμβάνει το βραβείο της AICA-USA για την καλύτερη έκθεση στην Franklin Parrasch Gallery στην Νέα Υόρκη που διεξήχθη το 2002. Από το 2003 έως το 2005 η Benglis παράγει γλυπτά μεγάλων διαστάσεων και «σιντριβάνια» από χαλκό, ρητίνη και πολυουρεθάνη, όπως τα The Graces, 2003 – 2005. Έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, έχει λάβει αναθέσεις και βραβεία, και συνεχίζει να παράγει έργο μέχρι και σήμερα. Παρ’ όλο που κατά κύριο λόγο μένει στη Νέα Υόρκη, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της ταξιδεύει συνεχώς. Έργα της βρίσκονται σε σημαντικές συλλογές όπως το Solomon R. Guggenheim Museum στη Νέα Υόρκη, το Los Angeles County Museum of Art, το MoMA της Νέας Υόρκης, τη National Gallery of Victoria στη Μελβούρνη, το San Francisco Museum of Modern Art, το Walker Art Center στη Μινεσότα και το Whitney Museum of American Art. Σημαντικές αναδρομικές εκθέσεις της διοργανώθηκαν το 2009 από το Irish Museum of Modern Art στο Δουβλίνο σε συνεργασία με το το Van Abbemuseum, το Le Consortium, το New Museum και το Rhode Island School of Design, το 2011 από το Museum of Contemporary Art του Λος Άντζελες, το 2015 από το Hepworth Wakefield και το 2019 από το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται στο Καστελόριζο, τη Σάντα Φε των Ηνωμένων Πολιτειών και το Αχμενταμπάντ της Ινδίας.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια