Βιογραφία
Ο Κώστας Κουλεντιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1918. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1936 έως το 1939. Το 1940 κατατάσσεται εθελοντικά στον Ελληνικό στρατό και πολεμάει στο Αλβανικό μέτωπο ενώ στη συνέχεια παίρνει μέρος στην Αντίσταση έως το 1944. Το 1945 βρίσκεται ανάμεσα στους νεαρούς διανοούμενους που ταξιδεύουν με το πλοίο Ματαρόα στη Γαλλία, με υποτροφία από το Γαλλικό Ινστιτούτο. Τον επόμενο χρόνο φοιτά στη École des Beaux-Arts και στο εργαστήριο του Ossip Zadkine στην Academie de la Grande Chaumiere στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο, ενώ δουλεύει και στην Ακαδημία Lavrilier, παράγει σειρά γλυπτών που ξεφεύγουν από ακαδημαϊκά πρότυπα, δουλεμένα με γύψο, πηλό και μάρμαρο. Το 1946 εκθέτει για πρώτη φορά στο Salon d’Automne. Το 1947, όταν γνωρίζει τον γλύπτη Henri Laurens, επηρεάζεται από το έργο του και εκτελεί έργα από μολύβι που αναπαριστούν κατεξοχήν γυναικείες φιγούρες σε διάφορες πόζες και ρόλους. Το 1950 καταπιάνεται με το κολάζ και με τη δημιουργία υφαντών, και από το 1952 επιλέγει να δουλεύει με πιο σκληρά υλικά, όπως το ατσάλι. Η επιλογή του αυτή βασίζεται στην επιθυμία του να κατεργάζεται τα υλικά σε τέτοιο σημείο ώστε να έρχεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες τους και να αναδεικνύει τις δυνατότητές τους, με επεμβάσεις στη φόρμα, το βάρος, τη στήριξη και την υφή. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στο Μαρόκο, όπου παντρεύεται την Joy Gulligan. Το 1953 συμμετέχει στην Μπιενάλε της Αμβέρσας και το 1955 στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Στη συνέχεια, επιστρέφει στην Αθήνα, μελετά την αρχαϊκή γλυπτική και ξεκινά σειρά γλυπτών με θέμα τον ακροβάτη. Ύστερα θα εγκαταλείψει την αναπαράσταση φτάνοντας στην απόλυτη αφαίρεση με έργα λιτά και αυστηρά. Το 1961 εγκαθίσταται στο χωριό Meillonnas, στην Ανατολική Γαλλία, και φιλοτεχνεί γλυπτά μεγαλύτερης κλίμακας ενώ το 1962 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση στην Galerie de France στο Παρίσι, με πρόλογο στον κατάλογο από τον Roger Vailland. Τον επόμενο χρόνο, και με αφορμή την συμμετοχή του στην κατασκευή του Κολυμβητηρίου της Bourg-en-Bresse, εξερευνά τις δυνατότητες ενσωμάτωσης της γλυπτικής στην αρχιτεκτονική με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Pierre Dosse. Την περίοδο 1964 – 1965 αρχίζει να χρησιμοποιεί τον πολυεστέρα για την κατασκευή καλουπιών που του επιτρέπουν να λιώνει τα υλικά του επί τόπου ή και να προκατασκευάζει μεγάλα ανάγλυφα από μπετόν. Το 1964 συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1965, ύστερα από παραγγελία του αρχιτέκτονα Gaston Jaubert, δημιουργεί γλυπτό ύψους 7 μέτρων για το χώρο του Τεχνικού Λυκείου του Salon-de-Provence (Bouches-du-Rhône). Από το 1967 ξεκινά πάλι την ενασχόλησή του με τα υφαντά, συναρμολογεί διάστρες και μετά από ένα χρόνο οργανώνει εργαστήριο υφαντικής στο Chavannes για την παραγωγή πετασμάτων από δικά του σχέδια. Τον ίδιο χρόνο φιλοτεχνεί δύο μεγάλα γλυπτά από ανοξείδωτο ατσάλι και από ατσάλι Κορ-Τεν για το Λύκειο Carriat και το Λύκειο Lalande αντίστοιχα. Από το 1969 έως το 1971, δημιουργεί μεγάλο αριθμό ταπισερί και συνθέτει τα πρώτα του βιδωτά γλυπτά. Για τα επόμενα 6 χρόνια η δουλειά του θα επικεντρωθεί στην κατασκευή βιδωτών γλυπτών, ξυλογραφιών, ανάγλυφων από μπετόν και στη δημιουργία υφαντών και μεταξοτυπιών, ενώ το 1977 παράγει επίσης συντηγμένα μνημειακά γλυπτά και κολάζ. Το 1975 διδάσκει στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού και το 1979 στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μασσαλίας, αφού έχει εγκατασταθεί πλέον στο Plan d’Orgon, ένα χωριό στη Νότια Γαλλία. Από τις αρχές του 1980 ξεκινάει τη Νέα Γενιά, μια σειρά από επίπεδα βιδωτά γλυπτά από ατσάλι και ξύλο, με τα οποία θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1982. Το 1984 ανακηρύσσεται Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Το 1987 ταλαιπωρείται από σοβαρή ασθένεια και έτσι ασχολείται με έργα μικρότερων διαστάσεων, ωστόσο από το 1988 με τη βοήθεια του φίλου του Francois Wasservogel πραγματοποιεί στα εργαστήρια της Usinor-Sacilor στο Meyzieu τρία μνημειώδη γλυπτά της σειράς Γενιά 3. Παράλληλα, δημιουργεί πρωτότυπα καθισμάτων από μπετόβεργες. Την δεκαετία του 1990 οι γλυπτικές δημιουργίες του είναι κυρίως από γυαλισμένο ανοξείδωτο τετραγωνισμένο και κυλινδρικό ατσάλι, επιχρωματισμένο σίδερο καθώς και από ανάγλυφα πολύχρωμα ξύλα. Το τελευταίο μνημειακό γλυπτό του πραγματοποιήθηκε για το Μουσείο Εμφιετζόγλου στην Αθήνα το 1994. Το 1995 πεθαίνει στην Arles της Νότιας Γαλλίας. Αναδρομικές εκθέσεις του οργανώθηκαν στο Couvent des Cordeliers (1997) στο Παρίσι, στο Musee de Chintreuil (2002) στο Pont de Vaux, στην αίθουσα τέχνης Μέδουσα (2008), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Φλώρινας (2008), και στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (2012 – 2013) στη Θεσσαλονίκη. Ο Κουλεντιανός κατάφερε να αφήσει το στίγμα του ως γλύπτης διατηρώντας το προσωπικό του ύφος σε συνδυασμό με ένα επίπεδο ελευθερίας στην πρακτική του, χωρίς να φοβάται να εξερευνά, να αναπλάθει όγκους και να διαφοροποιεί σχήματα. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ευρώπη, έχει δημιουργήσει πάνω από 50 έργα για δημόσιους χώρους στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ελβετία, στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Χιλή και έχει συμμετάσχει σε σχεδόν 100 ομαδικές εκθέσεις στην Αμερική, την Ευρώπη τη Βραζιλία, την Ιαπωνία, το Μαρόκο και τη Νέα Ζηλανδία.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια