Βιογραφία
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα. Η μητέρα του ήταν φιλόλογος και ο πατέρας του αρχιμουσικός σε στρατιωτική ορχήστρα. Από μικρή ηλικία επισκέπτεται μεταβυζαντινές εκκλησίες, εξαιτίας του ιερέα παππού του, καθώς και αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία μαζί με τη μητέρα του. Ζωγραφίζει μόνος του μέχρι τα 17 του χρόνια, και ήδη από τα πρώιμα έργα του φαίνεται η επιρροή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και των θρησκευτικών εικόνων. Από το 1956 έως το 1960 είναι φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και επικεντρώνεται στη ζωγραφική με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Tότε ξεκινά να χρησιμοποιεί το χρώμα πιο ελεύθερα και να καταργεί την προοπτική σε έργα που θεματικά αναφέρονται στην ελληνική ιστορία και πολιτισμό. Η πρώτη του έκθεση πραγματοποιείται στην γκαλερί Α 23 το 1957. Εκείνη την περίοδο, οι πίνακες του απεικονίζουν στρατιωτικούς με πολύχρωμες στολές και στρογγυλά πρόσωπα σε κήπους που μοιάζουν με παρωδίες. Αργότερα οι μορφές γίνονται πιο αφαιρετικές. Το 1960 λαμβάνει υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης και πραγματοποιεί σπουδές πάνω στη λιθογραφία, στην Ecole des Βeaux-Αrts στο Παρίσι, με καθηγητές τους Clairin και Dayez. Παράλληλα, διατηρεί εργαστήριο στην Αθήνα μαζί με τον αρχιτέκτονα Αντώνη Κέπετζη, τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζα, το οποίο μέχρι και το 1967 λειτουργεί ως ομαδικό ατελιέ, ως χώρος συνάθροισης καθώς και κοινωνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Το 1963 επιστρέφει στην Αθήνα και πραγματοποιεί έκθεση στην γκαλερί Ζυγός. Το 1966 παρουσιάζει στην γκαλερί Μέρλιν 25 ελαιογραφίες και 3 μεταλλικά ανάγλυφα. Στα έργα εκείνης της περιόδου, είτε μέσα από την περίτεχνη χρήση του χρώματος είτε της γραμμής, εκτυλίσσονται καθημερινές ιστορίες και εικόνες ανθρώπων, οικείες στον ίδιο, όπου αναπαρίστανται από μονόχρωμες μπλε, κόκκινες ή και χρυσές φιγούρες που κατακλύζουν το ουδέτερο φόντο και παραπέμπουν σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία. Το ίδιο διάστημα εμφανίζονται και τα μοτίβα που χαρακτηρίζουν το έργο του και επανέρχονται σε διαφορετικές παραλλαγές όπως για παράδειγμα αγόρια σε προφίλ πάνω σε άλογο, καρπούζι με μύγα πάνω σε τραπέζι, ποδηλάτες, καπνιστές, γυμνά ζευγάρια, άνθρωποι με φουλάρια, γραβάτες, καπέλα, ριγωτές πιτζάμες και μαλλιά που ανεμίζουν. Το 1967 μετακομίζει στο Παρίσι όπου ζει για τα επόμενα 35 χρόνια, ωστόσο επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα. Η έναρξη της διεθνούς εκθεσιακής του δραστηριότητας του σηματοδοτείται με την έκθεση των έργων του στη Galerie 2+3 τον ίδιο χρόνο. Ύστερα, από το 1968, ακολουθούν εκθέσεις στο Μόναχο, το Αμβούργο και τη Ζυρίχη, συνεργασίες με τον Paul Facchetti και την γκαλερί Ζουμπουλάκη. Από το 1971 συνεργάζεται κυρίως με τον Αλέξανδρο Ιόλα και με τις γκαλερί Beaubourg και La Hune στο Παρίσι. Ταυτόχρονα απασχολείται με τη λιθογραφία, τη σκηνογραφία και τη συγγραφή βιβλίων. Το 1989, εμπνευσμένος από τη βυζαντινή ζωγραφική, εισάγει το χρυσό φόντο στους πίνακές του και δημιουργεί τη σειρά Εικόνες, στην οποία συνοψίζει μυθολογικά θέματα και εκθέτει στην γκαλερί Beaubourg. Το 1995 παντρεύεται την Μαρίζα Καλογεροπούλου και το 1999 βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Το 2000 δημιουργεί έργα για το Αττικό Μετρό, στο σταθμό Μεταξουργείο. Από το 2002 ζει και εργάζεται μόνιμα στην Ελλάδα και το 2010 του απονέμεται από τη γαλλική κυβέρνηση το παράσημο της Legion d’Honneur (Officier des Lettres et des Arts). Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του διατηρεί ως σταθερή πηγή έμπνευσης την Ελλάδα, και συντηρεί ένα εκφραστικό ιδίωμα που χαρακτηρίζεται από μορφολογική απλοϊκότητα με αναφορές από τη λαϊκή ελληνική τέχνη, την αρχαία αγγειογραφία και αρχαϊκή αισθητική και το θέατρο σκιών. Έχει εικονογραφήσει λογοτεχνικά βιβλία για ποιητές και συγγραφείς όπως ο Ελύτης, ο Ταχτσής, ο Καβάφης, ο Aragon, ο Apollinaire και άλλους, έχει φιλοτεχνήσει αφίσες και γραμματόσημα χρησιμοποιώντας σχέδια, χαρακτικά και σκίτσα του, κι έχει σχεδιάσει σκηνικά σημαντικών κλασικών και σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων. Έργα του βρίσκονται σε συλλογές στην Αθήνα, στην Ευρώπη, καθώς και το Τόκιο, τη Νέα Υόρκη, το Σάο Πάολο και τη Μελβούρνη, ενώ έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 70 ατομικές του εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις όπως η Μπιενάλε Σάο Πάολο (1971), η Μπιενάλε της Βενετίας (1972), τα Ευρωπάλια (1982) στις Βρυξέλλες και άλλες. Η τελευταία αναδρομική του έκθεση έλαβε χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (2004). Έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα και το Παρίσι.
Μάρη Σπανουδάκη
Επιμελήτρια & Ερευνήτρια