SEARCH AND PRESS ENTER
Agnese Udinotti

Agnese Udinotti

Greek/Italian/American
1940 -

Βιογραφία

Η ιταλικής καταγωγής γλύπτρια, ζωγράφος, ποιήτρια και συλλέκτρια Αγνή Ουδινόττι γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1940 στην Αθήνα και η οικογένειά της μετακόμισε πολύ σύντομα στο Βόλο λόγω του πολέμου, ενώ πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Πορταριά του Πηλίου για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς στο Βόλο αυτή τη φορά. Αδερφός της ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Ουδινότης (1935-2020), πρωταγωνιστής του Θεάτρου Τέχνης και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, με σημαίνουσα παρουσία στον καλλιτεχνικό ελληνικό κινηματογράφο, σε ταινίες των Θεόδωρου Αγγελόπουλου (Το Βλέμμα του Οδυσσέα, Μια αιωνιότητα και μια μέρα), Παντελή Βούλγαρη (Το προξενιό της Άννας, Ήσυχες μέρες του Αυγούστου) και άλλων. Ο πατέρας της Πάνος Ουδινόττι (1911-1944) δολοφονήθηκε στις εμφύλιες ταραχές του Δεκεμβρίου του 1944, τα γνωστά ως “Δεκεμβριανά”, καθώς θεωρήθηκε αδίκως συνεργάτης των Ιταλών κατακτητών, κυρίως λόγω της ιταλικής του υπηκοότητας, σε μια πράξη μάλλον τυφλής εκδίκησης, ή ακραίας σύγχυσης, αφού στο θείο της και τον παππού της καταλογίζεται πράγματι συνεργασία με τον κατακτητή αλλά εκείνοι κατάφεραν και διέφυγαν από τους διώκτες τους, σε αντίθεση με τον ίδιο που αρνήθηκε να κρυφτεί –προφανώς σίγουρος για την αθωότητά του–∙ σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια ακόμα τραγική απώλεια μιας παράλογης εποχής. Η μυθοπλαστικού τύπου αναφορά ότι ο Ιταλός παππούς της καλλιτέχνιδας καταγόταν από τον πιο γενναίο αρχιστράτηγο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Nicolas-Charles Oudinot (1767-1847), που χάρη στην υποτιθέμενη αποτυχημένη του απόπειρα να εκθρονίσει τον Ναπολέοντα το 1815 έφυγε στην Ιταλία και άλλαξε το όνομά του σε Udinotti, κρίνεται ως ανακριβής, καθώς ο Oudinot ποτέ δεν πρόδωσε την πίστη του στον Βοναπάρτη και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στο Παρίσι. Αναντίρρητο γεγονός είναι πάντως, ότι οι γονείς του πατέρα της ήταν από εκείνους που διέφυγαν σώοι από την Καταστροφή της Σμύρνης, και η μετακόμιση της οικογένειας στην Ελλάδα οφειλόταν στη νοσταλγία της Ελληνίδας συζύγου του Ιταλού παππού της. Η καλλιτέχνιδα είχε μια εξαιρετικά εσωστρεφή παιδική ηλικία, καθώς ο κακοποιητικός πατριός της δεν απέκτησε ποτέ υγιή σχέση με εκείνη και τα δύο αδέρφια της, βρίσκοντας καταφύγιο στα βιβλία και το πιάνο της, ούσα άριστη μαθήτρια.  Με την ενηλικίωσή της έφυγε για σπουδές στη Φρανκφούρτη, με σκοπό να γίνει επιστήμονας. Εκεί ανακάλυψε πολύ σύντομα την κλίση της στην τέχνη και το ουτοπικό όνειρο της Αμερικής την έπεισε να κάνει το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι: «ήταν μια αναζήτηση του Παραδείσου», θα τονίσει η ίδια αργότερα. Φτάνοντας στις Η.Π.Α., χωρίς χρήματα, και με τη βοήθεια κάποιων συγγενών της στο Σικάγο, κατάφερε τελικά να φτάσει στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα το 1959, από όπου είχε γίνει δεκτή, να ολοκληρώσει το προπτυχιακό της δίπλωμα στην Τέχνη το 1962, και να αποφοιτήσει με το Master of Arts από το ίδιο Πανεπιστήμιο το 1963.

Για το έργο της βραβεύτηκε ήδη από τα χρόνια των σπουδών της, για ελαιογραφίες αρχικά και γλυπτά στη συνέχεια, ενώ συμμετείχε ανελλιπώς σε εκθέσεις, κυρίως στην Αριζόνα, αλλά και στην Ελλάδα. Ήδη από το 1964 θα μετατρέψει έναν αχυρώνα στο Scottsdale της Αριζόνα στο εργαστήριο και την πινακοθήκη της.  Η Πινακοθήκη Ουδινόττι (Udinotti Gallery), που λειτουργεί ως σήμερα, ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1971. Εκείνο το έτος η Ουδινόττι λαμβάνει το πρώτο βραβείο γλυπτικής για τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό που έλαβε χώρα στην Αθήνα για καλλιτέχνες κάτω των 40 ετών, με θέμα τον Ύμνο στην Ελευθερία του Διονύσιου Σολωμού, μετά από πρωτοβουλία και χορηγία του αρχιτέκτονα της Διασποράς Πάνου Ν. Τζελέπη (1894-1976), και εις μνήμην του επιφανούς τεχνοκρίτη, εκδότη και γκαλερίστα της Διασποράς Κριστιάν Ζερβού (1889-1970). Στο μεταξύ είχε ήδη εκθέσει ατομικά το έργο της στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (1968) και στις Νέες Μορφές (1969), αίθουσα τέχνης στην οποία θα εκθέσει πολλές φορές στη συνέχεια (1973, 1974, 1977, 1978, 1981, 1985, 1988, 1992, 1995, 2000). Το 1973 συμμετέχει στη 12η “Πανελλήνιος Καλλιτεχνική Έκθεσις” στο Ζάππειο όπου το έργο της ξεχωρίζει. Το 1976 λαμβάνει τιμής ένεκεν βράβευση από τον Σύλλογο Ελλήνων Καλλιτεχνών στην Αθήνα. Εκείνη τη δεκαετία θα εκθέσει επίσης πολλές φορές το έργο της στο Άμστερνταμ και την Πινακοθήκη Balans (1973, 1974, 1975, 1976, 1978). Το 1977 εκθέτει στο Γαλλικό Ινστιτούτο στη Θεσσαλονίκη, το 1980 στο Κέντρο Τέχνης «Πανσέληνος» στην ίδια πόλη, και το 1984 στην Αίθουσα Τέχνης «Έψιλον Μι» στο Βόλο. Το 1979 βραβεύεται και εκπροσωπεί τους Έλληνες Καλλιτέχνες στην έκθεση της Unesco στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το 1989 οργανώνεται αναδρομική έκθεση για τα 25 έτη του έργου της από τον Σύλλογο Γλυπτών στην Αθήνα. Εκτός των δεκάδων παρουσιάσεων του έργου της στην Αριζόνα, θα εκθέσει ακόμα στην Καλιφόρνια (1969, 1971, 1973, 1979, 1980, 1988), στη Νέα Υόρκη (1976, 1978, 1979, 1981), και σε άλλες Πολιτείες, καθώς και εκτός των ΉΠΑ: στο Τορόντο (1969, 1971), στο Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας στην Οαχάκα του Μεξικού (1978), στο Ελ Σαλβαδόρ (1978), στο Μόναχο (1980), στη Βιέννη (1985), στο Τόκυο (1998), και αλλού (όπως Λονδίνο, Ζυρίχη, Στουτγκάρδη). Την περίοδο 1984-1987 είναι αρχισυντάκτης του ποιητικού περιοδικού Chimera. Το 2008 ιδρύει το Μουσείο Ουδινόττι της Παραστατικής Τέχνης (Udinotti Museum of Figurative Art) στην Αριζόνα, θέλοντας να καλύψει ένα κενό στο χώρο των ιδρυμάτων τέχνης, καθώς, όπως είχε υπογραμμίσει, «δεν υπάρχει ίδρυμα που μελετά συγκεκριμένα και εκθέτει την τέχνη της ανθρώπινης μορφής». Η συλλογή του Μουσείου καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, όπως αφρικανική τέχνη, ιαπωνέζικα χαρακτικά και αρχαία αιγυπτιακά μενταγιόν, αριθμώντας περίπου 3000 έργα. Έργα της Ουδινόττι βρίσκονται σε πολυάριθμες συλλογές, πινακοθήκες και μουσεία, ιδρύματα και δημόσια κτήρια, καθώς και στο δημόσιο χώρο, κυρίως στις Η.Π.Α.. Τα υλικά της τέχνης της είναι κυρίως το λάδι στη ζωγραφική και το σίδερο στη γλυπτική, αλλά πειραματίζεται διαρκώς με διάφορα υλικά (κατασκευές, γύψο, μπρούντζα με χρώμα, κ. ά.).

Το έργο της χαρακτηρίζεται από την ενασχόληση της με την ανθρώπινη μορφή, αν και συχνά κατατάσσεται τεχνοτροπικά στην αφηρημένη τέχνη, λόγω της έντονης αφαιρετικής του τάσης. Όπως έχει τονίσει ο Χρύσανθος Χρήστου, η Ουδινόττι φιλοτεχνεί σειρές έργων, όπου δεσπόζουν «εξπρεσιονιστικά στοιχεία και σουρεαλιστικά χαρακτηριστικά, μικρογραφικοί τύποι και αφηρημένες διατυπώσεις», με ένα καθαρά προσωπικό μορφοπλαστικό ιδίωμα. Όπως έχει παρατηρήσει ο συνάδελφός της Rudy Turk, τη δεκαετία του 1960 τα έργα της είναι πιο συναισθηματικά, με έμφαση στη θεμελιώδη παραστατικότητα της ανθρώπινης μορφής, τονίζοντας κυρίως το κεφάλι και το πρόσωπο, ενώ την επόμενη δεκαετία στρέφεται στο σύνθετο ή απλό μεταλλικό γλυπτό, και τη δεκαετία του 1980 ακόμα και σε multimedia έργα, διατηρώντας πάντα την «ίδια κομψότητα στην τεχνική παρουσίαση και μια μυστηριώδη ασάφεια στη φόρμα». Οι φιγούρες της θυμίζουν πλάσματα της φαντασίας που δεν έχουν βρει ακόμη την οριστική τους μορφή, προσφέροντας με το σβήσιμο των περιγραμμάτων τη δυνατότητα πληθώρας ερμηνειών, ενώ διακρίνεται και για την προτίμησή της στις πτεροφόρες μορφές, κάνοντας τολμηρές επιλογές, με μορφές ανδρόγυνες, με έντονη πάντα την πνευματική και αισθητική ποιότητα του έργου της.  Οι τίτλοι των σειρών της συνδηλώνουν την προτίμησή της σε μια ρομαντική εκ νέου αναζήτηση κλασικών θεμάτων, ενώ αφήνουν παράδοξη και ειρωνική κάποιες φορές αίσθηση στο θεατή, που δυσκολεύεται να μείνει αμέτοχος. Χαρακτηριστικοί τίτλοι των σειρών της: «Μοντέρνος άνθρωπος – αναζητώντας τον εαυτό του», «Ο κόσμος μέσα από τα μάτια ενός ηλίθιου», «Πομπές», «Άγγελοι», «Τέρατα», «Μεταμόρφωση της γυναίκας», «Σκιές», «Κηδείες», «Παλμός πόλης», «Τοτεμικά», «Σαρκοφάγοι», «Μεγάλος κύβος θανάτου», «Απίστευτος θάνατος», «Εικόνες σκιών»∙ το επιστέγασμα των πολλών σειρών έργων και ποιημάτων της (τα ποιήματά της συχνά τα χαράσσει πάνω στα γλυπτά της, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ενότητα στην τέχνη της) είναι η σειρά «Μνημείο στον πατέρα μου», του οποίου η θύμηση ποτέ δεν έπαψε να την κινητοποιεί εκφραστικά. Η Ουδινόττι κατορθώνει με το έργο της να δημιουργεί μια αίσθηση απόδρασης και κάθαρσης, χωρίς να επιζητάει να ικανοποιήσει κάποιο συγκεκριμένο κοινό. Το έργο της έχει τον απόλυτο χαρακτήρα μια εκφραστικής χειρονομίας που είτε θα συγκλονίσει είτε θα αφήσει αδιάφορο τον θεατή-δέκτη –αν και το μήνυμά της είναι πανανθρώπινο. Οι αναφορές της είναι σχεδόν αδύνατον να αποκωδικοποιηθούν, με το να είναι βαθιά αφομοιωμένες και σύνθετες, αλλά θα μπορούσαν να αναζητηθούν σχεδόν σε όλο το φάσμα της ιστορίας της τέχνης, από την τέχνη της Αναγέννησης του Parmigianino και του Pierro della Francesca, το μπαρόκ του Bernini, τον πρώιμο Ρομαντισμό του Rembrandt και του Goya, μέχρι την art brut και την πρωτόγονη και αρχαϊκή τέχνη, χάρη κυρίως στην επαφή της με τα βάθη του συλλογικού ασυνείδητου και την ακαταπόνητη ενδοσκόπηση που επιτυγχάνει με την τέχνη της, χωρίς να παραβλέπει κανείς τις αναφορές στις αιγυπτιακές τοιχογραφίες ή τα ασσυριακά πολεμικά μνημεία, και βέβαια τα αρχαία νεκρικά εκμαγεία. Παρουσιάζει, παράλληλα, συγγένειες με το ήδη διαδεδομένο στα πρώτα χρόνια της πορείας της κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, κυρίως μέσω της αυτόνομης και έντονα συνδηλωτικής χρήσης του χρωματικού στοιχείου, το οποίο, όπως έχει τονίσει ο αρχιτέκτονας Νίκος Χολέβας (1944-2015), «άλλοτε για λόγους ισορροπίας, από μόνο του σαν ζωγραφικό δεδομένο καταφέρνει να δώσει το συνολικό πλαίσιο στις πρωταγωνιστικές μορφές». Ο Πάνος Καραβίας εντοπίζει εύστοχα και την επίδραση του μεγάλου γλύπτη Alberto Giacometti (1901-1966) και εστιάζει στο δράμα της ύπαρξης που εκφράζει και εκείνη στις λεπτές μέχρι σημείου να λείπουν όσο και να αναζητεί να τις κατανοήσει ο θεατής φιγούρες της (το στοιχείο της έλλειψης τόνισε ο Jean-Paul Sartre στη γλυπτική του Giacometti). Οι ανθρώπινες μορφές της είναι παρόλα αυτά την ίδια στιγμή μνημειακές, αφού παρατηρείται έντονα η σύνδεσή τους με μια συμπαντική διάσταση που τις υπερβαίνει, και αυτό ίσως είναι το στοιχείο που διακρίνει το έργο της από εκείνο του Giacometti. Η Ελένη Βακαλό θα τονίσει με τον ποιητικό της οίστρο για τις ανθρώπινες μορφές της καλλιτέχνιδας: «Η ύπαρξή τους παίρνει σημασία από τη συνοχή της κίνησής τους ή της στάσης τους μέσα στο πλήθος που συναποτελούν και συγχρόνως εκφράζουν. Σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εκτεταμένο δράμα που η δράση του έχει μετατεθεί από τους ήρωες στα χορικά». Η Αγνή Ουδινόττι, κινούμενη στο πλαίσιο μιας παραστατικής τέχνης που αποτελεί ταυτόχρονα έναν νέο κυρίαρχο τρόπο εικαστικής έκφρασης, όπως τον καθιέρωσε ο ιστορικός τέχνης Peter Selz, προωθεί μια ανθρωποκεντρική τάση του μεταπολεμικού εξπρεσιονισμού της δυτικής όχθης των Η.Π.Α., ως αντίβαρο στον πιο κλασικό και ευρέως αποδεκτό ήδη, τουλάχιστον στην Αμερική, αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Η ίδια θα τονίσει: «εμείς ως ανθρώπινα όντα είμαστε σωματοποιήσεις συναισθημάτων, διανόησης και όλων των ειδών των αισθήσεων και των ευαισθησιών». Αυτό το πολύπλοκο άθροισμα που συναποτελεί τον άνθρωπο επιδιώκει να εκφράσει με επιμονή στην τέχνη της, μη διστάζοντας να αναμετρηθεί και με τις πιο δυστοπικές απεικονίσεις του, προβάλλοντας κι εκείνη με τη σειρά της μια τέχνη που δεσμεύεται να υπηρετεί τις πανανθρώπινες αξίες και αναμετριέται ανοιχτά και γόνιμα με την κοινωνία, χωρίς να χάνει έτσι τον βαθύ και ελεύθερο σε ερμηνείες συμβολικό της χαρακτήρα, τονίζοντας πάντα, με έναν ρομαντικό τρόπο, όπως υπογραμμίζει η ίδια, «την ομορφιά του ανθρώπινου».

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά