Βιογραφία
Ο Αιτωλοακαρνάνας γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς (πιθανόν με καταγωγή από τον Στερεοελλαδίτη επιφανή οπλαρχηγό του 1821 Πανουργιά, ο οποίος απεικονίζεται σε πρώτο πλάνο στο έργο του Peter von Hess με θέμα την κατάληψη του φρουρίου του Ακροκορίνθου) γεννήθηκε στις 27/12/1931 στο Αγρίνιο, όπου και τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, και καταπιάστηκε από πολύ μικρή ηλικία αρχικά με τη ζωγραφική, αφού ήδη 11 ετών ήταν γνωστός στον περίγυρό του ως ζωγράφος και σχεδίαζε συνεχώς,[1] και αμέσως μετά με τη γλυπτική, φιλοτεχνώντας ήδη 13 ετών υψηλής αισθητικής στάθμης πορτραίτο σε πλάγιο ξύλο και 16 ετών ανάγλυφο πορτραίτο σε πέτρα.[2] Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1951 έως το 1956, όπου είχε για ένα έτος δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974) και στη συνέχεια τον Γιάννη Παππά (1913-2005). Το 1960 θα μεταβεί με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. στο Παρίσι, όπου θα σπουδάσει μέχρι το 1963 δίπλα στον Louis Leygue (1905-1992), πρωτοπόρο γλύπτη όσον αφορά την ενσωμάτωση των γλυπτών στο δημόσιο χώρο και τη συνεργασία με αρχιτέκτονες για αυτόν τον σκοπό.[3] Το 1964 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.
Το 1965 συμμετέχει στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, όπου του απονέμεται το Β’ Βραβείο Γλυπτικής. Το 1966 λαμβάνει μέρος στην Μπιενάλε της Φιλοθέης, καθώς και στις «Πανελλήνιες» στην Αθήνα, του ίδιου και του επόμενου έτους. Το 1968 φιλοτεχνεί επιτύμβια για τους τάφους της οικογένειας του Χαϊλέ Σελασιέ στην Αντίς Αντέμπα στην Αιθιοπία. Το 1969 συμμετέχει στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, και οργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αίθουσα του Βρετανικού Συμβούλιου στην Αθήνα. Το 1970 συμμετέχει σε ομαδική στην Οσάκα της Ιαπωνίας (Μουσείο Καλών Τεχνών). Το 1971 οργανώνει ατομική έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης στο Hilton στην Αθήνα, και συμμετέχει στην Μπιενάλε μικρών γλυπτών στην Βουδαπέστη με τρία γλυπτά, όπου λαμβάνει το πρώτο βραβείο παμψηφεί. Από το 1972 διδάσκει γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (όπου εργάστηκε και ως έφορος), όπου θα διδάξει έως το 1998. Το ίδιο έτος εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 36η Μπιενάλε της Βενετίας, και παρουσιάζει το έργο του σε ατομική έκθεση στο Τορόντο του Καναδά (Albert White Gallery). Το 1973 οργανώνει ατομική έκθεση στη Γκαλερί «Νέες Μορφές» στο Κολωνάκι, και λαμβάνει μέρος, ως τιμητική συμμετοχή, στη Β’ Μπιενάλε γλυπτικής της Βουδαπέστης. Το 1974 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών, μιας ομάδας 26 ανερχόμενων καλλιτεχνών.
Την περίοδο 1974 και μετά συμμετέχει σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων (εκτός από πολυάριθμες στην Αθήνα, συμμετέχει ακόμη σε ομαδικές στα Χανιά το 1975, στη Λάρισα το 1977, στο Βουκουρέστι το 1979, στη Θεσσαλονίκη το 1991, κ.α.). Το 1978 είναι από τα κύρια ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου Γλυπτών (με τον ομότεχνό του Γιώργο Χουλιαρά – γενν. 1947), του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος για έξι έτη. Ο Σύλλογος Γλυπτών διοργάνωσε πολλές ποιοτικές εκθέσεις γλυπτών στο Ωδείο της Αθήνας (κάθε χρόνο την περίοδο 1979-1982, και τα έτη 1985, 1988, 1999) και ανά την Ελλάδα (Κέρκυρα το 2006). Το 1986-87 διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1994 γίνεται ατομική παρουσίαση του έργου του στη 2η Art Athina. Το 2002 οργανώνει ατομική έκθεση στο Δημαρχείο Καλυβίων Θορικού Αττικής, όπου και διαμένει και διατηρεί το εργαστήριό του στο χωριό Κουβαράς, και το 2006 στο Παπαστράτειο Μέγαρο στο Αγρίνιο. Ανάμεσα στις τελευταίες ομαδικές που θα συμμετάσχει είναι το 2010 στην γκαλερί Σκουφά, στην έκθεση «Ευρωπαίοι Γλύπτες στο χαλκό», και το 2014 στη Σίφνο, στην έκθεση «Δάσκαλοι Καλλιτέχνες – Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης». Διετέλεσε μέλος της κριτικής επιτροπής στις Πανελλήνιες (1987, κ.ά.) και σε επιτροπές του Υπουργείου Περιβάλλοντος, του Υπουργείου Εσωτερικών, και του Ι.Κ.Υ.
Έλαβε 7 πρώτα βραβεία σε διαγωνισμούς μνημείων. Έργα του σε δημόσιους χώρους είναι μεταξύ άλλων: το μνημείο της εξέγερσης των καπνοπαραγωγών και της θυσίας του Βλάχου στη Σφήνα (Κυψέλη) Αιτωλοακαρνανίας (1994, 280 × 280 × 160 εκ.), το μνημείο των πεσόντων ηρώων στην πλατεία Δημάδη στο Αγρίνιο (2006), και το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης (των τριών απαγχονισμένων τη Μεγάλη Παρασκευή) στην Πλατεία Δημοκρατίας στο Αγρίνιο, που αναπαριστά τους τρεις κρεμασμένους του αντιστασιακού αγώνα κατά της γερμανικής κατοχής. Επίσης στο Αγρίνιο βρίσκονται: το μνημείο Μικρασιατών και Προσφύγων (2009 στον Άγιο Κωνσταντίνο), ο ανδριάντας του ποδοσφαιριστή Παπαδόπουλου ή «Γάλλου» στο γήπεδο του Παναιτωλικού, και οι προτομές του Α. Φλέμινγκ (1980 στην Πλατεία Φλέμινγκ) και του πρωθιερέα Α. Φαφούτη (Ι. Ν. Νέου Αγίου Χριστοφόρου). Άλλα σημαντικά μνημεία Εθνικής Αντίστασης ανιδρύθηκαν στον Πύργο Ηλείας (1986, 230 × 500 × 300 εκ.), στην Άμφισσα (1988), στη Λαμία (1991, 230 × 1200 × 500 εκ.), στη Μουσιωτίτσα Ιωαννίνων (2002), και στην Τρίπολη (2010). Το 1980 φιλοτέχνησε μαζί με τον Ηλία Κατζιλιέρη (1947-2000) ανδριάντα του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου) στο Βελεστίνο (αρχαίες Φερές), ύψους 2,50 μέτρων, και το 1982 προτομή για τον Αλέκο Παναγούλη που στήθηκε στην Πλατεία του Δήμου του Αγίου Δημητρίου. Έχει φιλοτεχνήσει ακόμα έξεργο αναθηματική στήλη στον Δ. Πηκιώνη, καθώς και το χάλκινο σήμα της πόλεως του Αγρινίου (το 1974). Το 2003 στήθηκε στα Τρίκαλα το έργο του «Κόρες του Ασκληπιού». Έχει συγγράψει μελέτες για τα στοιχεία και τις αρχές του ανάγλυφου, για τα στοιχεία και τις αρχές της γλυπτικής, και για την οργάνωση και τη λειτουργία ενός σύγχρονου εργαστηρίου γλυπτικής. Πέθανε στις 18/6/2015 στην Αθήνα. Έργα του βρίσκονται σε συλλογές στην Ελλάδα, την Ευρώπη, στις Ή.Π.Α. και στον Καναδά, καθώς και στην Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου.
Το έργο του Θ. Πανουργιά διακρίνεται για την αρμονία των όγκων και την ελευθερία του σχεδίου, χωρίς να χάνει την επαφή με τις παραδοσιακές αρχές της γλυπτικής. Προσεγγίζει με σιγουριά τη μοντέρνα εκδοχή της τέχνης του, κυρίως την αφαιρετική γλυπτική που δεσπόζει στον ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς να προδίδει την αντικειμενική φύση του υλικού του. Με τη σιγουριά της πηγαίας εικαστικής ματιάς του και της στέρεας σύλληψης των εικαστικών συνθέσεών του επιχειρεί μια ποιοτικά τολμηρή αντιπαράθεση του έργου στον περίγυρό του, μέσω της διαλεκτικής τοποθέτησής του σε έναν ζωντανό χώρο, επιτυγχάνοντας, κυρίως με τα μεγάλα μνημειακά του γλυπτά, να προσδώσει μια διακριτική θεατρικότητα στο θέμα του, ενθέτοντας με ποιητικότητα τα δραματικά στοιχεία που αναφέρονται στο εκάστοτε ιστορικό γεγονός. Ήδη το 1965 ο Π. Καραβίας είχε διαγνώσει το ταλέντο του νεαρού τότε γλύπτη, υπογραμμίζοντας πως: «Οι παραστατικές μορφές του έχουν ισορροπημένη πλαστικότητα κ’ εκφράζουν ένα λαϊκό αίσθημα».[4] Στην πρώτη του ατομική το 1971 ο Ηλίας Πετρόπουλος θα τονίσει με τη σειρά του ότι ο γλύπτης διακρίνεται για την «αρμονική αλληλουχία των όγκων. Αρετή του τα φτερουγίσματα τα αιφνιδιαστικά της ύλης. Αρετή του οι σιωπηλές εσοχές και ανοίγματα και κοιλότητες».[5] Ο Ανδρέας Ιωάννου, επίτροπος της ελληνικής εκπροσώπησης στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1972, παρατηρεί με τη σειρά του: «σύγχρονος γλύπτης με αρχαϊκές καταβολές. Τον απασχολεί η ανθρώπινη μορφή σε μια απεριόριστη έκφραση κινήσεων και στάσεων. (…) χαρακτηριστικότερο στοιχείο (…) η κίνηση που βγαίνει μέσα από τις φιγούρες του και γίνεται άλλοτε προέκταση της γραμμής και άλλοτε αναδίπλωση του όγκου».[6] Το 1973 η Ελένη Βακαλό θα προσθέσει εύστοχα: «Η διάθεσή του τον οδηγεί σε συνθέσεις συμπλεγμάτων, στα οποία να γίνεται πλήρης εκμετάλλευση των εντάσεων της ύλης και των κινήσεων των μορφών προς όλες τις διαστάσεις του χώρου».[7]
Ο ίδιος ο Θ. Πανουργιάς θα υπερασπιστεί από νωρίς την άμεση επαφή του με το υλικό του δηλώνοντας: «Την τέχνη την βλέπω “αισθαντική” και λιγώτερο εγκεφαλική. Επιμένω στην “αντικειμενικότητα” της γλυπτικής».[8] Παράλληλα, θα υποστηρίξει πως τη δουλειά του «διακρίνει ένας γεωμετρισμός, άλλοτε πιο εμφανής, άλλοτε λιγότερο εμφανής, εσωτερικός».[9] Τέλος, θα διεκδικήσει με σθένος την ελευθερία της δημιουργικής του έκφρασης, καταθέτοντας: «Σ΄όλη μου τη ζωή δεν έκανα παρά γλυπτική. Όχι πως δεν είχα πρόβλημα οικονομικό, αλλά δεν ενέδωσα στις πιέσεις της καταναλωτικής κοινωνίας».[10] Τοποθετήθηκε ακόμα στη συζήτηση περί ελληνικότητας ως πρόεδρος του Συλλόγου Γλυπτών, επισημαίνοντας πως: «Διαυγής Ελληνικότητα είναι να είσαι συνεπής και ειλικρινής με τα βιώματά σου».[11] Το έργο του διακρίνεται ακόμα για τη ρωμαλέα διάθεση, με τη διαδοχή των επιπέδων και την ανάδυση του ουσιαστικού μέσω δυναμικών μορφών.[12] Στοιχείο που επισημαίνει ο Στέλιος Λυδάκης είναι επίσης «η αδρή ματιέρα της εξωτερικής επιφάνειας»[13] και, ως τυπικά ελληνικό στοιχείο περιορισμού στο ουσιώδες, «η δομή με βάση την κάθετο και την οριζόντια».[14] Είναι, εξάλλου, σαφής και η τάση του ίδιου προς μια γνήσια έκφραση, τονίζοντας: «για μένα, η τέχνη πρέπει να έχει ιθαγένεια», χαρακτηρίζοντας τη δουλειά του «ως δομημένη πλαστικότητα».[15]
[1] Βλ. «”Έφυγε” από τη ζωή ο γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς», Εφημερίδα των Συντακτών, 23/6/2015. Στο παραπάνω άρθρο αναφέρεται το εξής ενδιαφέρον παράθεμα σχετικά με την περίοδο της διαμονής του στο Αγρίνιο από τη Νέα Εποχή: «Η ευτυχία για τον ίδιο ήταν ένας δάσκαλος που τον προέτρεψε να αναπτύξει το ταλέντο του, ενώ μια αίθουσα τότε του σχολείου είχε γίνει μόνιμος χώρος έκθεσης των έργων του. Εκείνο που τον έκανε όμως γνωστό στο χώρο της Τέχνης ήταν μια ζωγραφιά του Τσάρλι Τσάπλιν που την σχεδίασε για την ανάγκες μιας κινηματογραφικής ταινίας. Η ζωγραφιά αυτή είχε φοβερή επιτυχία εκείνη την εποχή με αποτέλεσμα ο ίδιος να αρχίσει να έχει και μια οικονομική ενίσχυση από τα έργα του». Η αίθουσα που αναφέρεται εδώ είναι η τάξη του σχολείου, όπου ο δάσκαλος εξέθετε μόνιμα τα έργα του, και η ζωγραφιά του Τσάρλι Τσάπλιν πρέπει να αναφέρεται σε κάποια αφίσα ταινίας του. Ευχαριστώ τη σύζυγο του Θύμιου Πανουργιά, γλύπτρια κι εκείνη, Μάρω Μπαρτζίλη (γενν. 1950 στην Αμμόχωστο), για τις πληροφορίες και για την επιμελή ανάγνωση του παρόντος κειμένου.
[2] Βλ. Γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς, παρουσίαση Στέλιος Λυδάκης, Αθήνα 2014, σ. 23 και 35 τις αντίστοιχες εικόνες.
[3] Και ο ίδιος ο Πανουργιάς συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες για την ολοκλήρωση των μνημείων του στο δημόσιο χώρο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Τάκη Ταβανιώτη και Ανδρέα Βεντουράκη.
[4] Π. Καραβίας, «Οι πλαστικές τέχνες», Ελευθερία, 10/10/1965.
[5] Πανουργιάς, Γλυπτική-Σχέδια, μικρή Αίθουσα Τέχνης, Χίλτον 1971.
[6] XXXVI Biennale Venezia 1972. Hellas: Fassianos – Mitaras – Panourias – Piladakis.
[7] Ελένη Βακαλό, Κριτική εικαστικών τεχνών, τ. Β’, 1996, σ. 273.
[8] Λιναρδάτος Κ. Δ. «Θύμιος Πανουργιάς: «Η τέχνη στον τόπο μας πρέπει να εκσυγχρονισθή», Τα Νέα, 4/5/1973.
[9] Βλ. https://xronos.gr/arthra/thymios-panoyrgias-kyvistis-pantos-den-eimai
[10] Β. Βασιλαδιώτης: «Ευθύμιος Πανουργιάς, “Με συγκλόνισε η φυσιογνωμία του Παναγούλη”», Ελευθεροτυπία, 26/05/1982,.
[11] Μελίνα Αδαμοπούλου, «Η Εβδομάδα του Θύμιου Πανουργιά», Η Αυγή, 11/5/1980,.
[12] Χρυσανθος Χρήστου – Μυρτώ Κουμβακάκη-Αναστασιάδη, Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940, Αθήνα 1982, σ. 172.
[13] Στέλιος Λυδάκης, Η νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα 1981, σ. 169
[14] Γλύπτης Θύμιος Πανουργιάς, ό.π., σ. 17.
[15] Ό.π., σ. 16-17.
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά