Βιογραφία
Ο Τάκης Μάρθας, γεννημένος το 1905 στην πόλη του Λαυρίου, υπήρξε πολυδιάστατη προσωπικότητα που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ελληνική τέχνη και αρχιτεκτονική. Η ακαδημαϊκή του διαδρομή ξεκίνησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), όπου σπούδασε Αρχιτεκτονική από το 1924 έως το 1929. Ακόμη και ως φοιτητής, το ταλέντο και η αφοσίωσή του τον ανέδειξαν, με αποτέλεσμα να διδάξει σχέδιο στη Βιοτεχνική Σχολή Αθηνών για τρία χρόνια, θέση που ανέλαβε μετά από πρόταση του Δημήτρη Πικιώνη. Η καριέρα του Μάρθα συνδέθηκε στενά με το ΕΜΠ, όπου υπηρέτησε ως Επιμελητής στην Έδρα Παραστατικής και Προβολικής Γεωμετρίας και Προοπτικής Σκιαγραφίας από το 1930 έως το 1960. Το 1960, ανήλθε στη θέση του Καθηγητή Ελεύθερου Σχεδίου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων, όπου παρέμεινε έως τον θάνατό του το 1965. Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του δράση, δίδαξε στις στρατιωτικές σχολές Αξιωματικών και Ευελπίδων, ενώ εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Υπουργείο Υγιεινής από το 1937 έως το 1939. Το έργο του απλωνόταν σε πολλαπλά πεδία, διερευνώντας εις βάθος τις σχέσεις της αρχιτεκτονικής με τις καλές τέχνες.[1]
Παρότι ο Μάρθας δεν σπούδασε ζωγραφική επισήμως, η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε στα φοιτητικά του χρόνια και εξελίχθηκε με αυτονομία, με ζωγραφικά έργα γεμάτα ευαισθησία, με λεπτές αποχρώσεις και διάχυτες αναμνήσεις της ήβης. Στα χρόνια της Κατοχής, ασχολήθηκε και με τη χαρακτική, σε μια κοινωνική αποστολή αποτύπωσης των θλιβερών γεγονότων, των καταστροφών, των εκτελέσεων, του πόνου.[2] Η δεκαετία του 1950 αποτέλεσε σημείο καμπής για την καλλιτεχνική του πορεία. Σταδιακά απομακρύνθηκε από την παραστατική ζωγραφική και στράφηκε προς την αφαίρεση. Στα αφηρημένα του έργα, τα παλαιότερα θέματα—θαλασσινά τοπία, ζώα και ανθρώπινες φιγούρες—παρέμεναν ελάχιστα αναγνωρίσιμα, λειτουργώντας κυρίως ως υποκείμενα μιας σύνθεσης που έδινε έμφαση στη σχεδιαστική δομή και στη δυναμική σχέση της με το χρώμα, με ανεικονικές συνθέσεις, νέα υλικά και τεχνοτροπίες.
Κατά την Ελένη Βακαλό, ο Μάρθας ανήκει στους πρωτοπόρους εκφραστές της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα, την ίδια εποχή που ο φίλος του, Αλέκος Κοντόπουλος, μαζί με τους Γαΐτη, Μαλτέζο και άλλους, με αναφορές στην λυρική αφαίρεση και το έργο του Kandinsky, γίνονται Οι Ακραίοι προσεγγίζοντας την τέχνη ως έκφραση της εσωτερικής αλήθειας.[3] Στην Ελλάδα χρειάστηκε χρόνος για να αποσαφηνιστούν τα ιδεώδη, οι στόχοι της αφαίρεσης, καθώς επίσης και η αποτύπωση της εθνικής ταυτότητας. Για τον Μάρθα, η πρόκληση ανακάλυψης, ενστερνισμού και διάδοσης της νέας μορφής τέχνης ήταν κομμάτι της διαδικασίας της δημιουργίας.[4] Ο Μάρθας επιστράτευσε τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις για να πειραματιστεί με γεωμετρικές φόρμες και ποικίλα υλικά, αναδεικνύοντας τη μοναδική υφή τους μέσα από τις επιφάνειες των έργων του. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την αρμονική συνύπαρξη ορθολογικών και συναισθηματικών στοιχείων.
Ο Τάκης Μάρθας παρουσίασε τα έργα του σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποσπώντας σημαντικές διακρίσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Diplôme d’Honneur στο Salon de l’Art Libre στο Παρίσι το 1959, καθώς και η συμμετοχή του στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1961, όπου εκπροσώπησε επάξια την Ελλάδα. Παράλληλα, δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, εστιάζοντας στον κοινωνικό ρόλο της τέχνης και στη συνύπαρξη της ζωγραφικής με την αρχιτεκτονική. Μετά τον θάνατό του στην Αθήνα το 1965, το έργο του συνέχισε να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται. Αναδρομικές εκθέσεις, όπως αυτές στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης το 1990 και στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων το 1991, ανέδειξαν τη διαχρονική αξία της καλλιτεχνικής του παρακαταθήκης. Ο Τάκης Μάρθας παραμένει μια εμβληματική φυσιογνωμία, που γεφύρωσε τη ζωγραφική με την αρχιτεκτονική, αποδεικνύοντας τη δύναμη της δημιουργίας να αναδιαμορφώνει τα όρια της τέχνης και της παράδοσης.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
[1] Μάρθας Τάκης, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου.
[2] Andreou E., The Allegoric Recall of Descriptive Hypotheses of Art – The Painter Takis Marthas, New York, 1996.
[3] Βακαλό Ελένη, Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα: Ο μύθος της ελληνικότητας, τόμ. Γ’, Αθήνα, 1983.
[4] Κιλεσοπούλου Κάτια, Σαχίνη Αγγελική (επιμ.) Κατάλογος έκθεσης: Τάκης Μάρθας Αναδρομική, Θεσσαλονίκη, 1990.