Βιογραφία
Καταγόμενος από την Κίσσαμο Χανίων της Κρήτης, σατιρικός εικαστικός καλλιτέχνης, ο Στηβ Γιανάκος γεννήθηκε το 1938 στη Νέα Υόρκη. Γονείς του ήταν οι Κρητικοί πρώτης γενιάς μετανάστες Μανώλης Χατζηγιαννάκης και Άννα Πατερομιχελάκη. Ο αδερφός του Κρις Γιαννάκος (γεν. 1934) ανήκει κι εκείνος στη χορεία των διακεκριμένων διεθνώς Ελληνοαμερικανών καλλιτεχνών, με το μεταμινιμαλιστικό έργο του να συνδιαλέγεται καταφανώς με την αρχιτεκτονική και τον περιβάλλοντα χώρο, ενώ παράλληλα δίδαξε από το 1963 στη School of Visual Arts. Τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν σε μια ευρεία πολυπολιτισμική κοινότητα, όπως καταθέτει ο Στηβ Γιανάκος σε πρόσφατη συνέντευξή του (Μυρτώ Βασιλειάδου, «Ο Στηβ Γιανάκος μιλάει στην “Κ”: Ποπ αρτ, χιούμορ, ελευθερία και τσαρούχια», Καθημερινή, 8/2/2023): «Οι γείτονες και οι φίλοι ήταν μαύροι, Πορτορικανοί, Αιγύπτιοι και Πακιστανοί. Παίζαμε στους δρόμους με σκουπόξυλα και καπάκια μπουκαλιών». Θα σπουδάσει αρχικά στο Art Center School του Λος Άντζελες, αλλά σύντομα θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει σπουδές στο βιομηχανικό σχέδιο στο Pratt Institute του Brooklyn, την περίοδο που δίδασκε εκεί ο Ελληνοαμερικανός οραματιστής αρχιτέκτονας και σχεδιαστής Γουίλιαμ Κατάβολος (1924-2020). Μέσα από τον ακτινοβόλο κύκλο του τελευταίου θα γνωρίσει και τον επίσης Ελληνοαμερικανό, Νικ Ζωγράφο (γεν. 1931), διάσημο σχεδιαστή επίπλων, εκθέτοντας στο χώρο που διατηρούσε εκείνος στη λεωφόρο Lexington. Τότε θα έρθει σε επαφή με έναν εκ των επιφανέστερων καλλιτεχνών της Διασποράς, τον Λουκά Σαμαρά (γεν. 1936), και θα πρωτοδεί έργο του σε σημαντική έκθεση του τελευταίου στη Green Gallery. Αφού αποφοίτησε από το Pratt το 1964, ο Γιανάκος εγκατέστησε το εργαστήριό του στο Soho της Νέας Υόρκης από το 1966, σε χώρο που προηγουμένως ανήκε στον επιφανή καλλιτέχνη της πρωτοπορίας στην Ποπ Αρτ της περιόδου, Claes Oldenburg (1929-2022). Χάρη και στην επαφή του με τον Oldenburg, ο Γιανάκος θα αποφασίσει να στραφεί στη ζωγραφική, συμμετέχοντας σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, όπως στην έκθεση “The Dimensional Surface” στην A.M. Sachs Gallery, και στην έκθεση “Plastic as Plastic” στο Philadelphia I.C.A. το ίδιο έτος. Τρία χρόνια αργότερα, το 1969, οργανώνεται η πρώτη του ατομική έκθεση στη Fischbach Gallery, και από τότε οργανώνονται πολύ συχνά ατομικές εκθέσεις του, κυρίως στη Νέα Υόρκη (τα έτη 1974, 1976, 1977, 1979, 1983 στην Barbara Gladstone Gallery, 1984, 1985, 1988, 1989, 1991, 1993, 1994, 2001, 2009), καθώς και στην Αθήνα, στην Αίθουσα Τέχνης ΑΔ (τα έτη 1997, 199, 2001, 2007, 2009, 2012, 2017), αλλά και στη γενέτειρά του Κρήτη, στην Αίθουσα Τέχνης LS στην Ελούντα (2001), και στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων (2010), σε επιμέλεια της Πέγκυς Κουνενάκη. Πιο πρόσφατα οργανώθηκαν τρεις εκθέσεις του στο Παρίσι, στην Αίθουσα Τέχνης Semiose (“Figures on a Knife Edge”, 2017∙ “Rare Species”, 2021∙ “How to Murder Your Pet”, 2022), και μία στη Citronne Gallery της Αθήνας (“I…Loop de loop…”, 2023). Σημαντική έκθεση του έργου του έγινε επίσης στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Ντολ της Γαλλίας το 2017 με τον σκωπτικό τίτλο: “Who’s afraid of Steve Gianakos”, ενώ ασφαλώς σημαντική κρίνεται η συμμετοχή του στην ομαδική έκθεση “Exile on Main Street” στο Bonnefantenmuseum στο Μάαστριχτ το 2009, όπου ανάμεσα στους εννιά καλλιτέχνες που επιλέχθηκαν συγκαταλέγονταν οι William Copley (1919-1996), Alfred Jensen (1903-1981), Peter Saul (γεν. 1934) και Joe Zucker (γεν. 1941). Θα συμμετάσχει επίσης –όπως και ο αδερφός του– στην έκθεση “Modern Odysseys” στο Queens Museum of Art το 1999, με πρόλογο του Peter Selz, όπου εκπροσωπούνται 34 εκ των επιφανέστερων καλλιτεχνών της Διασποράς (μεταξύ αυτών οι Baziotes, Chryssa, Constant, Hadji, Samaras, Stamos, Vagis, Voulkos και Xceron). To 2011 συμμετέχει στην έκθεση “Πολυγλωσσία” του Ιδρύματος Ωνάση στην Αθήνα και το 2012 στην έκθεση “Αντι-Κουλτούρα: Η ανάδυση ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου” και “Το Αθηναϊκό Underground” στo CAMP στην Αθήνα, για την οποία θα ακολουθήσει και πολυσέλιδη έκδοση συλλογής άρθρων υπό τον ίδιο τίτλο, από την Athens Voice, σε επιμέλεια του Θανάση Μουτσόπουλου, αφιερωμένη στη μνήμη των Λεωνίδα Χρηστάκη (1928-2009) και Λάζαρου Ζήκου (1940-2011). Tο ίδιο έτος θα συμμετάσχει στην έκθεση του ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης με τίτλο “Exquisite Corpses: Drawing and Disfiguration”. Πιο πρόσφατα συμμετέσχε σε ακόμα δύο σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, το 2014 στο Flag Art Foundation της Νέας Υόρκης (“Disturbing Innocence”, επιμέλεια του Erich Fischl) και το 2015 στο American Academy of Arts and Letters στην ίδια πόλη. Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις το 1989 στο Τόκυο (“Images of American Pop Culture III”), το 1987 στο Λονδίνο (“Cosmic Iconoclasms”, ICA Gallery), στη James Goodman Gallery της Νέας Υόρκης με τίτλο “Strong Statements in Black and White” το ίδιο έτος, και το 1984 στην Πόλη του Μεξικού (Museo Tamayo). Το 1985 θα προβληθεί στην Times Square της Νέας Υόρκης, για 12 μέρες, 50 φορές την ημέρα, ένα βίντεο 30 δευτερολέπτων, στο πλαίσιο της σειράς παρουσιάσεων βίντεο με τίτλο “Messages to the Public” που διήρκεσε από το 1982 έως το 1992, με έργα διακεκριμένων στο χώρο των πολυμέσων καλλιτεχνών (μεταξύ των οποίων οι Guerrilla Girls, Keith Harring, Jenny Holzer, Alfredo Jaar, Richard Prince), μέσω μιας γιγαντοοθόνης περίπου 170 τετραγωνικών μέτρων που φωτιζόταν από 8.οοο κόκκινες, άσπρες, μπλε και πράσινες λάμπες. Ο Γιανάκος τιμήθηκε με το βραβείο Theodoran του Μουσείου Guggenheim το 1977, έτος συμμετοχής του και στην ομαδική έκθεση “Contemporary Greek-American Artists”, την οποία οργάνωσε το Brooklyn Museum. Το 1995 έλαβε υποτροφία ξανά από το Ίδρυμα Guggenheim, το 1996 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Pollock-Krasner και το 1997 από το Ίδρυμα Adolph & Esther Gottlieb. Έργα του βρίσκονται μεταξύ άλλων στο Μουσείο Guggenheim, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA), στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγο, στο New York State Museum, στο Μουσείο Whitney της Αμερικανικής Τέχνης στη Νέα Υόρκη, στο Μουσείο Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, στο Neuberger Museum of Art στη Νέα Υόρκη, στο Μουσείο του Brooklyn, στις συλλογές του Ιδρύματος Judith Rothschild Contemporary και της Τράπεζας Chase Manhattan, καθώς και στις συλλογές του CNAP στη Γαλλία.
Το έργο του Στηβ Γιανάκου, ενός κατεξοχήν “αταξινόμητου” καλλιτέχνη, στοιχίζεται με βεβαιότητα δίπλα στο έργο των καλλιτεχνών που σημάδεψαν με την επινοητικότητα και τη ριζοσπαστικότητά τους την εποχή μας, όπως τονίζει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος (βλ. «Steve Giannakos ou fragments d’un discours savoureux», στο Steve Gianakos, Semiose Editions, Παρίσι 2015, χωρίς σελιδαρίθμηση), αφού επινόησε επί της ουσίας μια νέα διάσταση στη δημιουργία, εστιάζοντας στην αμεσότητα της χειρονομίας της εικαστικής γλώσσας που παράγει έτσι ένα πιο ευθύ νόημα. Η ευφυής και δωρική πολλές φορές χρήση του σατιρικού χιούμορ, σε σαφή διάκριση από τον ωμό χλευασμό, όπως ορθά έχει παρατηρηθεί και από τον Michel Leiris (βλ. «Le peintre et son modèle», στο Ecrits sur l’art, Παρίσι 2011, σ. 364) για την περίπτωση του Pablo Picasso, στο έργο του οποίου κάνει ευθείες αναφορές ο Γιανάκος, φαίνεται να αποτελεί και σε εκείνον βασικό συστατικό της τέχνης του. Χρησιμοποιώντας πολύ συχνά τη διχρωμία άσπρου-μαύρου, ο Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης δίνει έμφαση στη μετάδοση του συγκεκριμένου μηνύματος που τον απασχολεί, επιτείνοντας την αμεσότητά του και πολλές φορές την ακαριαία θα έλεγε κανείς επίδραση που ασκεί στον θεατή. Οι αστεϊσμοί του Γιανάκου δεν θα μπορούσαν να περιγραφούν το ίδιο καλά με λόγια, καθώς είναι πολύ πιο αποτελεσματικοί ως οπτικά μηνύματα, η γλώσσα του –όπως και του Picasso– είναι καθαρά εικαστική. Οι άμεσες επιρροές του Γιανάκου εντοπίζονται πρώτα στο Roy Lichtenstein (1923-1997), ο οποίος θαύμαζε κι εκείνος με τη σειρά του το έργο του Γιανάκου, μάλιστα είχε στο σπίτι του στο Southampton του Long Island έργο του, δίπλα σε δημιουργίες των Andy Warhol (1928-1987), Dan Flavin (1933-1996) και Joseph Kosuth (γεν. 1945) (βλ. Vick Goldberg, «Still Subsersive After All These Years», New York Times, 19/9/1993). Οι αναφορές του Γιανάκου στην Ποπ Αρτ είναι αρκετά πιο υπαινικτικές από ό,τι συνήθιζαν οι πρώτοι εκπρόσωποι αυτού του ανανεωτικού ρεύματος στη μοντέρνα τέχνη, όπως οι Lichtenstein και Warhol. Πιο ευθείες και δημιουργικές είναι οι αναφορές του στην τέχνη του κόμικ στριπ, με αγαπημένους του εκπρόσωπους τους Charles Addams (1912-1988) και Peter Arno (1904-1968), όπως υπογραμμίζει σε συνέντευξή του (στον Alexis Vaillant στο αφιέρωμα στον καλλιτέχνη στο fanzine Pleased to meet you, No 4, July/Juillet 2017). Ο Γιανάκος θα τονίσει σε εκείνη τη συνέντευξη τη σημασία που είχε αρχικά στο έργο του το να κόβει και να συνθέτει διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια, υποδηλώνοντας και την επίδραση που του άσκησε και η σουρεαλιστική μέθοδος στη δημιουργική διαδικασία, με την προτεραιότητά του να είναι όμως πάντα το θέμα∙ γι’ αυτό και ο θαυμασμός του στην αρχαία ελληνική τέχνη, με την απλή και ερωτική της διάσταση, είναι έκδηλος, με αναγωγές στην αρχαιοελληνική αγγειογραφία. Στη συνέχεια της δημιουργικής του πορείας άρχισε να δουλεύει περισσότερο με την υφή των έργων του, σε ένα είδος τέχνης «ελεγχόμενα ανέλεγκτης». Μέσω του έργου του δεν διστάζει επίσης, όπως υποστηρίζει, να στοχεύει στο να γίνεται «ανεύθυνα αστείος, χωρίς επιπτώσεις». Οι πηγές έμπνευσής του διευρύνονται και στις ταινίες νουάρ, όπως εκείνες του Fritz Lang, καθώς και στα μυθιστορήματα του αντίστοιχου είδους στη λογοτεχνία, όπως της Patricia Highsmith και του Elmore Leonard. Ο καλλιτέχνης έχει αποκτήσει, και όχι άδικα, τη φήμη του αιώνιου παιδιού, καθώς όπως δηλώνει: «το να μη μεγαλώνεις είναι μια πολυτέλεια. Ακόμη παίζω στη δουλειά κάθε μέρα. Οι φαντασίες μου είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Είμαι εντελώς χαρούμενος!». Ο Γιανάκος αποπνέει το απελευθερωμένο κλίμα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’60, οπότε οι καλλιτέχνες της πρωτοπορίας άρχισαν πλέον να γίνονται ορατές προσωπικότητες, να αναδύονται οριστικά από το περιθώριο, και μάλιστα προσωπικότητες λαμπερές που διαφώτιζαν και κυριαρχούσαν με το πνεύμα τους. Έτσι άρχισε κι εκείνος, μέσα από μια ανατρεπτική κίνηση απέναντι στην ίδια την πρωτοπορία, να γίνεται πιο επικριτικός απέναντι στην Ποπ Αρτ, χωρίς να την αποχωρίζεται πλήρως. Μέσα από μια αφηγηματική πολλαπλότητα, ίδιον της μεταμοντέρνας εποχής που ανατέλλει εκείνη την περίοδο, επαναπροσεγγίζει τα θέματά του, δίνοντάς τους σεξουαλικές ή πολιτικές προεκτάσεις, κάνοντας νύξεις σε λεπτομέρειες πολλές φορές σοκαριστικές, χωρίς όμως να υπονομεύει τη συνολική εικαστικότητα του έργου. Έτσι παρατηρούνται τρεις περίοδοι στο έργο του, όπως παρατηρεί ο Alexis Vaillant: εκείνη της δεκαετίας του ‘70, την πιο σαφώς σχετιζόμενη με την Ποπ Αρτ∙ εκείνη της δεκαετίας του ’80 με τη χρήση σλόγκαν και διαφημιστικών κλισέ∙ και η πιο πρόσφατη περίοδος, οπότε γίνεται ακόμα πιο σύνθετος με τη χρήση κολλάζ και αφηγήσεων, προσδίδοντας μια μεγαλύτερη αυθορμησία στο εικαστικό αποτέλεσμα. Τα έργα του πολλές φορές θυμίζουν πιο πολύ πανκ fanzines παρά Ποπ Αρτ, και δημιουργούν, όπως επισημαίνει ο A. Vaillant, στο θεατή το δίλημμα του πώς να τα προσεγγίσει, ένα δίλημμα που παραμένει άλυτο σε όλη τη διάρκεια του έργου του, αναζωογονώντας το. Πολλές φορές στο έργο του οι τίτλοι έχουν επίσης έντονα σαρκαστική τάση, επιλέγοντάς τους από διάφορα πραγματικά περιοδικά ή βιβλία και συνθέτοντάς τους στο τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, προσθέτοντας μια ακόμη δημιουργική σπίθα. Ο Stephan Correard θα σημειώσει με τη σειρά του (βλ. «Portrait of the artist as a cockroach», στο How To Murder Your Pet, Παρίσι 2022) τις επιδράσεις που ασκεί στον καλλιτέχνη η φροϋδική ανάλυση στην παιδική βιαιότητα, καθώς και τη διαλεκτική υφή των έργων του που θυμίζει Margritte, με τη διαρκή εναλλαγή της οργιάζουσας φαντασίας και της χρήσης απρόσωπων πολλές φορές γραμμών, μηχανικών και αντικειμενικών. Ο Erik Verhagen θα εντοπίσει (βλ. «Steve Giannakos. Not Mainstream», στο Steve Gianakos, Semiose Editions, Παρίσι 2015, χωρίς σελιδαρίθμηση) ακόμα τη σχέση του με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, μέσα από τον τρόπο που καλύπτει τις επιφάνειές του με εικαστική ύλη. Τέλος, ο επίσης Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης και κριτικός Philip Tsiaras (γεν. 1952) υπογραμμίζει σε κριτική του στο Αrts Magazine ότι τα πλάσματα του Γιανάκου έχουν παγωμένα πρόσωπα, με συνέπεια να υπερβαίνουν το απλά διασκεδαστικό ή αστείο και να ασκούν διεισδυτική σάτιρα, δείχνοντάς μας τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά