SEARCH AND PRESS ENTER
Παύλος Σάμιος

Παύλος Σάμιος

Greek
1948-2021

Βιογραφία

Ο Παύλος Σάμιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Ο πατέρας του, υποδηματοποιός, φιλοτεχνούσε κομψά γυναικεία υποδήματα, και ο μικρός Παύλος, από παιδί ακόμα, βοηθούσε στο εργαστήριο. Σχεδίαζε με ακρίβεια τα παπούτσια, “μεταφέροντας” την τεχνική του πατέρα του σε λεπτομερή σκίτσα—μια σιωπηλή, αλλά ουσιαστική μύηση στον κόσμο του σχήματος, της σύνθεσης και της τέχνης. Οι μυρωδιές των δερμάτων, ο ήχος των εργαλείων, η προσεκτική διαμόρφωση των καμπυλών και των γραμμών άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη του, επηρεάζοντας αργότερα τη ζωγραφική του.

Από μικρή ηλικία, ο Σάμιος γοητεύτηκε από τη θρησκευτική ζωγραφική, με τα ιερά της χρώματα και τη μεταφυσική της λάμψη. Ήδη από τα δεκατέσσερά του ζωγράφιζε βυζαντινές εικόνες, εμβαθύνοντας στα μυστικά αυτής της πανάρχαιας παράδοσης. Έχοντας μαθητεύσει κοντά στον Διονύση Καρούσο, άρχισε να κατακτά τις τεχνικές της αγιογραφίας. Ωστόσο, η πορεία του δεν θα έμενε εγκλωβισμένη στην παράδοση· η ανήσυχη φύση του αναζητούσε νέα εκφραστικά μέσα.

Αρχικά μαθητής του Πάνου Σαραφιανού, μετέπειτα φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου μαθήτευσε δίπλα σε δύο από τους σπουδαιότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα: τον Νίκο Νικολάου, που του ενστάλαξε τη βαθιά εκτίμηση για την αρχαία ελληνική τέχνη, και τον Γιάννη Μόραλη, ο οποίος τον μύησε στις αισθητικές αναζητήσεις της σύγχρονης ζωγραφικής. Καθοριστική ήταν επίσης η επιρροή του Γιάννη Τσαρούχη, με τον οποίο γνωρίστηκε στο Παρίσι. Ο Τσαρούχης, δάσκαλος στην τέχνη της σύνθεσης του ελληνικού παρελθόντος με το παρόν, τον βοήθησε να κατανοήσει πως η ελληνικότητα δεν είναι εμπόδιο αλλά πηγή έμπνευσης.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ο Σάμιος βρέθηκε να συμμετέχει στον θρυλικό κύκλο διανοούμενων του Μαγεμένου Αυλού. Εκεί, κοντά στον Μάνο Χατζιδάκι, έζησε βραδιές πυρετώδους σκέψης, όπου οι συζητήσεις κυμαίνονταν από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία έως τη μοντέρνα ποίηση, από τη λαϊκή παράδοση έως τις πρωτοποριακές τάσεις της τέχνης. Ο Χατζιδάκις τον ενθάρρυνε να σκέφτεται χωρίς όρια, να ανακαλύπτει νέες προοπτικές στη δημιουργία.

Το 1978, ο Σάμιος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Έφτασε με αυτοπεποίθηση, ενθουσιασμένος από την επιτυχία μιας πρόσφατης έκθεσής του στην Ελλάδα. Όμως, η πραγματικότητα του Παρισιού ήταν σκληρή. Αντιμέτωπος με μια νέα, άγνωστη εικαστική σκηνή, ο Σάμιος εργάστηκε με πάθος, επιμένοντας να βρει τη δική του φωνή μέσα σε ένα περιβάλλον απαιτητικό αλλά και συναρπαστικό. Η εμπειρία αυτή τον ωρίμασε. Οι πίνακές του άρχισαν να αποκτούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, όπου το φως του Βυζαντίου συνυπήρχε με τη σύγχρονη εικαστική γλώσσα. Θέματα όπως τα καφενεία, τα γυναικεία σώματα, τα αρχαία θραύσματα απέκτησαν μια νέα εσωτερικότητα. Τα έργα του έγιναν οπτικά ποιήματα, όπου η μνήμη και η φαντασία συμπλέκονταν αξεδιάλυτα.

Το 1985, μια πυρκαγιά κατέστρεψε το ατελιέ του, αφανίζοντας μεγάλο μέρος του έργου του. Όμως, μέσα από την καταστροφή, γεννήθηκε μια νέα ελευθερία. Αντί να προσπαθήσει να αναδημιουργήσει τα χαμένα του έργα, άφησε πίσω του το παρελθόν και ξεκίνησε από την αρχή, με μεγαλύτερη τόλμη και αμεσότητα.

Το 1992, μετά από δεκατέσσερα χρόνια στο εξωτερικό, ο Σάμιος επιστρέφει στην Ελλάδα. Με την επιστροφή του, η ζωγραφική του απέκτησε νέα ένταση. Τα χρώματά του έγιναν πιο φωτεινά, οι συνθέσεις του πιο τολμηρές. Οι γυναικείες μορφές του, μητρικές αλλά και αισθησιακές, απέπνεαν μια ζεστασιά που έκανε τον καμβά να πάλλεται από ζωή. Παράλληλα, από το 2000 ανέλαβε διδασκαλία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε τεχνικές νωπογραφίας, βυζαντινής ζωγραφικής και μικρογραφίας. Για τον Σάμιο, η τέχνη δεν ήταν μόνο ατομική έκφραση, αλλά και ευθύνη: η παράδοση έπρεπε να διατηρηθεί ζωντανή μέσα από τη διδασκαλία.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, πραγματοποίησε πάνω από εβδομήντα ατομικές εκθέσεις. Τα έργα του, γεμάτα αναμνήσεις, επαναλάμβαναν σύμβολα της ζωής του: τα γοβάκια, τις γυναίκες, τα καφενεία, τη θάλασσα.

Στις 4 Φεβρουαρίου 2021, ο Παύλος Σάμιος έφυγε από τη ζωή. Όμως το έργο του παραμένει. «Ίσως γι’ αυτό ζωγραφίζω. Για να αφήσω κάτι πίσω μου». Και πράγματι, άφησε πίσω του έναν ολόκληρο κόσμο—έναν κόσμο ελληνικό, φωτεινό, μοναδικό.

 

Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια

 

Πηγή: Οι πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό του κειμένου προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Παύλου Σάμιου και το “Samios Documentary” σε σκηνοθεσία της Μαρίας Γιαννούλη.