Βιογραφία
Ο Πάνος Σαραφιανός δεν υπήρξε απλώς καλλιτέχνης· ήταν οραματιστής, του οποίου το έργο ξεπερνούσε την αισθητική απόλαυση και εισχωρούσε στις βαθύτερες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, της ιστορικής συνείδησης και της καλλιτεχνικής εξέλιξης. Γεννημένος στη Λαμία το 1919, ήρθε σε επαφή με τη ζωγραφική μέσα στο εργαστήριο του πατέρα του, εκεί όπου είχε μαθητεύσει παλιότερα και ο Αλέκος Κοντόπουλος, σε έναν χώρο όπου η τέχνη δεν ήταν μόνο επάγγελμα, αλλά και τρόπος έκφρασης. Η οικογένειά του, αν και γεμάτη αγάπη, βίωνε μεγάλες στερήσεις, με εννέα αδέλφια να μεγαλώνουν σε δύσκολες συνθήκες.
Σε ηλικία εννέα ετών, ο Σαραφιανός μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, αναζητώντας ευκαιρίες σε μια πόλη που πρόσφερε ελπίδα αλλά και αμέτρητες προκλήσεις. Από τα δεκατρία του χρόνια εργαζόταν σε διάφορες εμπορικές δουλειές, ενώ παράλληλα φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Παρά τις δυσκολίες, η καλλιτεχνική του φύση παρέμενε αμείωτη. Ανάμεσα στο 1937 και το 1940, συνεργάστηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του, Νίκο, στην αγιογράφηση εκκλησιών στα Σπάτα και στο Καρπενήσι. Αυτή η πρώιμη ενασχόληση με τη βυζαντινή τέχνη του πρόσφερε μια βαθιά κατανόηση της φόρμας, της σύνθεσης και της πνευματικής διάστασης της εικόνας, στοιχεία που αργότερα θα επανεμφανίζονταν στο προσωπικό του έργο.
Το 1939, εισήχθη στο προκαταρκτικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτριο Μπισκίνη. Ωστόσο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σύντομα θα ανέκοπτε την πορεία του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1945, έχοντας ήδη διακριθεί για τις επιδόσεις του. Ο πόλεμος και ο επακόλουθος Εμφύλιος πόλεμος σημάδεψαν ανεξίτηλα τον Σαραφιανό. Εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση και αργότερα, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, με “όπλα” τα πινέλα του. Ήδη από τότε, το καλλιτεχνικό του όραμα άρχισε να σχηματίζεται—ένα όραμα όπου το φως συγκρουόταν με τη σκιά και η καταπίεση με την ελευθερία. Η μεταπολεμική περίοδος ήταν εξίσου σκληρή. Αυτή η αίσθηση απογοήτευσης, η ανατροπή της πραγματικότητας, η διάψευση της ελπίδας—όλα αυτά έγιναν θεμελιώδη μοτίβα στο έργο του. Η χρωματική του παλέτα σκοτείνιασε, οι φόρμες του έγιναν πιο τολμηρές, τα έργα του απέκτησαν έναν βαθύ συμβολισμό.
Το 1947, ίδρυσε το δικό του εργαστήριο, το οποίο δεν ήταν απλώς χώρος τεχνικής εκπαίδευσης, αλλά χώρος διαμόρφωσης συνειδήσεων. Δεν δίδασκε μόνο τέχνη, αλλά και τον τρόπο σκέψης που την περιβάλλει. Δεν περιοριζόταν στη διδασκαλία τεχνικών· προέτρεπε τους μαθητές του να αναζητούν το ουσιώδες, να μην αναπαράγουν εικόνες αλλά να δημιουργούν νέες οπτικές πραγματικότητες.
Η δεκαετία του 1950 σηματοδότησε νέες αναζητήσεις. Το 1954, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί ΑΔΕΛ στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την καλλιτέχνιδα Μαίρη Χατζηνικολή (1928-2020) με την οποία απέκτησε δύο γιούς, τον Γιώργο και τον Δημήτρη και μετακόμισε το εργαστήριό του στην οδό Ιθάκης, έναν χώρο που έμελλε να αποτελέσει το κέντρο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Η παραμονή του στη Ρώμη το 1956-57 υπήρξε καθοριστική. Μελέτησε την τέχνη της Αναγέννησης, τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κινήματα, καθώς και την τεχνική της νωπογραφίας, σπουδάζοντας παράλληλα φρέσκο και κεραμική στο Instituto d’ Arte. Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1959, το έργο του γνώρισε νέα έκρηξη δημιουργικότητας. Από το 1960 έως το 1963, η ζωγραφική του έφτασε σε μια κορύφωση έντασης και δυναμισμού, αποτυπώνοντας τη σύγκρουση μεταξύ μορφής και χάους, σχήματος και απελευθέρωσης. Η δεκαετία του 1960 υπήρξε η πιο παραγωγική και ανατρεπτική του περίοδος. Το 1961, η ατομική του έκθεση στις Νέες Μορφές καθιέρωσε την καλλιτεχνική του ταυτότητα ως έναν από τους πρωτοπόρους της ελληνικής τέχνης.
Ταυτόχρονα, άρχισε να αναρωτιέται για τον ρόλο της τέχνης στον σύγχρονο κόσμο. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, η περιβαλλοντική καταστροφή και η μαζική ανοικοδόμηση της Αθήνας τον απασχολούσαν έντονα. Θεωρούσε πως οι καλλιτέχνες δεν μπορούσαν πλέον να παραμένουν απομονωμένοι, αλλά έπρεπε να δρουν συλλογικά, παρεμβαίνοντας στον δημόσιο χώρο.
Το 1963, διορίστηκε ως μουσειακός καλλιτέχνης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκεί, ήρθε σε βαθύτερη επαφή με την αρχαία ελληνική τέχνη, αναζητώντας τις συνδέσεις της με τις σύγχρονες εικαστικές εκφράσεις. Για τον Σαραφιανό, η τέχνη δεν ήταν αποκομμένη από το παρελθόν· ήταν ένας ζωντανός διάλογος μεταξύ εποχών, ένας συνεχής στοχασμός πάνω στη μορφή και τη σημασία της.
Ο Πάνος Σαραφιανός έφυγε από τη ζωή στις 7 Νοεμβρίου 1968. Η απώλειά του συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο. Η κηδεία του μετατράπηκε σε μια σιωπηλή διαδήλωση αγάπης και σεβασμού. Σήμερα, το έργο του παραμένει ζωντανό, όχι μόνο μέσα από τους πίνακές του, αλλά και μέσα από τους μαθητές του, τους οποίους επηρέασε βαθιά. Η ζωγραφική του, γεμάτη πάθος και αλήθεια, συνεχίζει να μιλάει στις επόμενες γενιές, υπενθυμίζοντας πως η τέχνη είναι ταυτόχρονα καθρέφτης της εποχής της και φάρος προς το μέλλον.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
Πηγή: Οι πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό του κειμένου προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Πάνου Σαραφιανού και της Μαίρης Χατζηνικολή.