SEARCH AND PRESS ENTER
Nikos Perantinos

Nikos Perantinos

Greek
1910-1991

Βιογραφία

Μετά την εμφάνιση το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα των  Ιωάννη Βιτσάρη (1843/4-1892) και Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938), δύο ρηξικέλευθων δημιουργών –ιδίως με την οριακή περίπτωση του δεύτερου–, η νεοελληνική γλυπτική αρχίζει να υπερβαίνει τα νεοκλασικά πρότυπα και να ασπάζεται τον ρομαντισμό, με στόχο την πιο υψηλή αισθητική συγκίνηση.[1] Ανάμεσα στους επιφανέστερους Έλληνες γλύπτες του 20ού πλέον αιώνα, οι οποίοι εφορμούν από την τοπική παράδοση και τα νέα ρεαλιστικά διδάγματα, τα οποία συνθέτουν με τον ρομαντισμό της προηγούμενης γενιάς, στοιχίζονται οι Χρήστος Καπράλος (1909-1993) και Θανάσης Απάρτης (1899-1972), αλλά και οι Γιάννης Παππάς (1913-2005), Γιώργος Ζογγολόπουλος (1901-2004), Μέμος Μακρής (1913-1993) και Νίκος Περαντινός (1910-20/7/1991).[2] Ο γεννημένος στην Αθήνα, με γονείς τον Παριανό Λέανδρο Περαντινό,[3] και τη Συριανή Αγγελική το γένος Αχιλλέα Μεταξά, Ν. Περαντινός, θα δεχθεί την ευεργετική επίδραση της μητέρας του για να ακολουθήσει το δρόμο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη φημισμένη σχολή Χιλλ στην Πλάκα,[4] σχολή που τελείωσε και η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος με ακαδημαϊκές σπουδές, Ελένη Αλταμούρα (1821-1900). Το 1928-1933 θα σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, δίπλα στο Θωμά Θωμόπουλο (1873-1937) και τον Κωσταντίνο Δημητριάδη (1879-1943). Στη Σχολή διακρίνεται στο διαγωνισμό γλυπτικής σύνθεσης το 1932, και το επόμενο έτος του απονέμεται το Χρυσοβέργειο Βραβείο. Τα μυστικά της μαρμαρογλυφίας θα τα διδαχθεί δίπλα στον επιφανή μαρμαροτεχνίτη Ελευθέριο Πανούση, και για δύο συναπτά έτη δίπλα στον Μιχάλη Τόμπρο (1889-1974), στο εργαστήριο του τελευταίου στην οδό Στουρνάρα, μαθητεία για την οποία του όφειλε ευγνωμοσύνη. Όπως είχε εξομολογηθεί για τον Μ. Τόμπρο: «δεν μπορώ να ξεπληρώσω τι έμαθα εκείνα τα δύο χρόνια μαθητείας με τον δάσκαλο».[5]

Ο γλύπτης με το άγαλμα του Εφήβου. Διαγώνια πίσω από τον γλύπτη διακρίνεται μέρος από το εργαστήριό του, που ανήκει στο Δήμο Πάρου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Γλυπτικής Νικολάου Περαντινού).

Θα πρωτοεμφανιστεί παρουσιάζοντας έργο του στην έκθεση των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών», το 1935 στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», μάλιστα το Υπουργείο θα αγοράσει έργο του που απεικονίζει Κεφαλή εφήβου. Το επόμενο έτος συμμετέχει στην έκθεση της ίδιας ομάδας, αυτή τη φορά στη Γκαλερί «Στρατηγοπούλου», όπου το έργο του διακρίνεται εκ νέου. Ο τεχνοκρίτης Διονύσης Κόκκινος θα υπογραμμίσει ότι, με το μαρμάρινο κεφάλι κόρης που εκθέτει, «προστίθεται στους εκλεκτούς νέους γλύπτες. Στυλιζαρισμένο με χρησιμοποίηση των στοιχείων που δίνει η κόμη, με συμμετρικό τον όγκο του και με έκφραση που προδίδει πνευματική διάθεση, είναι ένα γλυπτικό κομμάτι που φανερώνει ταλέντο».[6] Συμμετέχει επίσης στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1936, το ίδιο έτος που γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του, Ολυμπία Παπατριανταφύλλου, την οποία θα απεικονίσει και σε έργα του. Το 1937 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση, όπως και στις Πανελλήνιες των ετών 1939 (στην οποία το Υπουργείο αγόρασε το έργο του Κεφάλι Χορεύτριας, και έλαβε το κρατικό βραβείο γλυπτικής –χάλκινο μετάλλιο), 1957, 1969 (αγοράζεται το έργο του Χορός), 1971. Το 1940 εκτίθεται έργο του στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς. Το 1941 διορίζεται γλύπτης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στο Μουσείο θα επιτελέσει σπουδαίο έργο με αποκαταστάσεις επιβλητικών αρχαίων γλυπτών, όπως τα εξής: Κούρος του Σουνίου, Ορειχάλκινος Ίππος του Αρτεμισίου, Αριστόδικος, Κούρος της Μήλου, Επιτύμβια Σφίγγα, Νεανίας της Ελευσίνας, Καθήμενη γυναικεία μορφή. Διατήρησε το εργαστήριό του μεσοπολεμικά στην οδό Αθηνίωνος 2.[7] Αργότερα μετακινήθηκε στην οδό Ευφορίωνος 14 στο Παγκράτι.

Το 1946 συμμετέχει στην έκθεση της Ελληνογαλλικής ένωσης νέων στο Γαλλικό Ινστιτούτο καθώς και στις Διεθνείς Καλλιτεχνικές Εκθέσεις της Στοκχόλμης και του Καΐρου. Το 1947-1951 σπουδάζει στην ελεύθερη ακαδημία Julian και στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, καθώς βρίσκεται υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης στο Παρίσι, μετά από διαγωνισμό της Γαλλικής Ακαδημίας Αθηνών. Εκεί θα εργαστεί στο εργαστήριο του επιφανή γλύπτη Marcel Gimond (1894-1961), και θα μαθητεύσει δίπλα στον Alfred Janniot (1889-1969) και τον Anry Dropsy (1885-1969) –με τον τελευταίο να ειδικεύεται στα μετάλλια. Κατά την παραμονή του στο Παρίσι συμμετέχει στην Έκθεση της Εθνικής Ενώσεως Καλών Τεχνών το 1948, καθώς και στα Σαλόν του Φθινοπώρου του ίδιου και του επόμενου έτους. Τέλος, λαμβάνει μέρος στην έκθεση του Σαλόν Ενώσεως Γάλλων Καλλιτεχνών το 1949, όπου βραβεύεται με το χάλκινο μετάλλιο για την Ολυμπία, με μοντέλο του τη σύζυγό του. Στην ίδια έκθεση, το Γαλλικό Υπουργείο αγοράζει το έργο του Κόρη της Πάρου, το οποίο τοποθετείται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού. Παράλληλα, κάνει ταξίδια στην Αγγλία, την Ισπανία και την Ιταλία.

Το Μουσείο Γλυπτικής Ν. Περαντινός στη Μάρπησσα Πάρου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Γλυπτικής Νικολάου Περαντινού. Φωτ. Ιωάννα Φυσιλάνη).

Με την επιστροφή του στην Αθήνα συνεχίζει να απασχολείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1955 συμμετέχει στην Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, με το έργο Κορμός. Το επόμενο έτος συμμετέχει εκ νέου στην Μπιενάλε της Βενετίας, με τα έργα Ολυμπία και Κορμός Κόρης. Από το 1957 αρχίζει να συμμετέχει σε Διεθνείς εκθέσεις μεταλλίων, πρώτα στο Παρίσι, και τα επόμενα έτη σε Βιέννη (1959), Ρώμη (1961), Ολλανδία (1963), Αθήνα (1966), Παρίσι (1967), Μαδρίτη (1968), Πράγα (1969), Βερολίνο (1971), Ελσίνκι (1973), Κρακοβία (1975). Παράλληλα, παίρνει μέρος στην Έκθεση σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών στο Βουκουρέστι (1962), στην Έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών για την Κύπρο  (1964, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Αθήνα), στην Α’ Μπιενάλε Μεσογείου στην Αλεξάνδρεια (1965), και την Α’ Μπιενάλε Γλυπτικής στη Φιλοθέη (1966). Επίσης συμμετέχει στις εκθέσεις σύγχρονης ελληνικής τέχνης σε Μπουένος Άιρες (1965), Βουλγαρία (1966), και Γενεύη (1967). Το 1971 συμμετέχει στην έκθεση που διοργανώνεται στο Λονδίνο (Upper Grosvenor Galleries), με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, εκθέτοντας προτομή του λόρδου Byron, καθώς και σε έκθεση για την ίδια επέτειο στην Αθήνα (Αίθουσα Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»). Το 1973 του απονέμεται το Α’ βραβείο εικαστικών τεχνών.[8] Το 1974 ιδρύει Σχολή γλυπτικής στην Πάρο, παρέχοντας δωρεάν μαθήματα σε νέους του νησιού, στο εργαστήριο που διατηρούσε στην Αγία Άννα Παροικιάς. Το 1976 παίρνει μέρος στην Πανελλήνια Έκθεση Γλυπτικής Θεσσαλονίκης, και το επόμενο έτος στη Διεθνή Έκθεση Ένωσης Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Τέλος, το 1978 συμμετέχει στην Πανελλήνια Έκθεση Γλυπτικής στη Φιλοθέη, και το επόμενο έτος στην Έκθεση «Γλυπτική Φάληρο». Συνολικά συμμετείχε σε 26 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και 31 διεθνείς στο εξωτερικό.[9] Το 1991, λίγο πριν τον θάνατό του, του απονέμεται το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών. Πριν πεθάνει δώρισε τα 192 γλυπτά του στη Μάρπησσα της Πάρρου, όπου πλέον λειτουργεί το Μουσείο Νίκος Περαντινός, σε ανακαινισμένο νεοκλασικό που εγκαινιάστηκε το 2009. Ήταν μέλος καλλιτεχνικών επιτροπών του Υπουργείου Εσωτερικών και του Υπουργείου Πολιτισμού, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Γλυπτών, μέλος της κριτικής επιτροπής της Δημοτικής Πινακοθήκης Πειραιά, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Σύγχρονου Μεταλλίου, και της καλλιτεχνικής κριτικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου.

Το έργο του γλύπτη στο δημόσιο χώρο είναι πολυάριθμο (86 έργα) και  μάλλον αδύνατον να αναφερθεί στο σύνολό του εδώ. Σε αυτό συγκαταλέγονται δεκάδες προτομές,[10] Μνημεία,[11] καθώς και Ανδριάντες,[12] μετάλλια,[13] και Ηρώα.[14] Σύμφωνα με τον Στ. Λυδάκη, μάλιστα, κατατάσσεται στους σημαντικότερους δημιουργούς ηρώων της γενιάς του ’30, μαζί με τους Μιχάλη Τόμπρο, Δημήτριο Φερεντίνο, Βάσο Φαληρέα, Γιώργο Ζογγολόπουλο, Λάζαρο Λαμέρα, κ.ά.[15] Προς το τέλος της ζωής του, επιστέγασμα της παραγωγικότατης 60ετής περιόδου δημιουργίας του είναι τα έργα: «Έφηβος», που στήθηκε το 1989 πλησίον του Παναθηναϊκού Σταδίου (Ευφορίωνος και Ερατοσθένους), και «Μνημοσύνη», στη συμβολή Βασιλίσσης Αμαλίας και Βασιλίσσης Όλγας στην Αθήνα (αντίγραφο του ίδιου γλυπτού στήθηκε και στο ευρωπαϊκό δικαστήριο στο Λουξεμβούργο), απέναντι από το μνημείο για τον Λόρδο Βύρωνα, καθώς και η «Αναπαυόμενη Αθλήτρια», στο κτήριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Έργα του βρίσκονται επίσης σε πολλά Μουσεία και Συλλογές.[16]

Ο  Ν. Περαντινός χαρακτηρίστηκε ως ο τελευταίος γλύπτης του μαρμάρου από τον Στέλιο Λυδάκη, καθώς παρέμεινε πιστός στα κλασικά διδάγματα, επιδιώκοντας μια γλυπτική που θα είναι πιστή στα αρχαία πρότυπα και ταυτόχρονα θα αποκαλύπτει και θα συμβαδίζει με την ομορφιά του υλικού της. Ο Άγγελος Προκοπίου είχε χαρακτηρίσει εύστοχα τον Περαντινό ως γλύπτη που «νοσταλγεί την βεβαιότητα και τη μνημειακή γαλήνη».[17] Ο Στ. Λυδάκης τον τοποθετεί στη γενεαλογική γραμμή των επιφανέστερων νεοελλήνων γλυπτών που ασχολήθηκαν με το μάρμαρο, ξεκινώντας από τον Δημήτριο Κόσσο (1817-1873), τους Φυτάληδες (τέσσερα αδέρφια με κύριους γλύπτες τον Γεώργιο –1830-1901– και τον Λάζαρο –1831-1909–), και τον Δημήτριο Φιλιππότη (1839-1919), και φτάνοντας στο «μαρμαροφάγο», όπως τον χαρακτηρίζει, Γεώργιο Μπονάνο (1863-1940), και τον Θωμά Θωμόπουλο, εμπνεόμενος από έναν «ανθρωποκεντρισμό εκλεκτικού χαρακτήρα, γι’ αυτό πολλά έργα του έχουν υφή ιδεαλιστική».[18]  Ο Γιάννης Μηλιάδης θα τονίσει την άνεσή του στο να πλάθει ανατομικά άρτια τις προτομές του, καθώς «ξέρει καλά το σχηματισμό του κρανίου κι’ εκμεταλλεύεται μ’ επιτυχία το τρίγωνο ανάμεσα στα μήλα του προσώπου και στο πηγούνι, προς το οποίο τείνουν λοξά επίπεδα», ενώ, παρά την τυποποίηση της έντασης που δίνει στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, ξέρει να χειρίζεται «το αδιόρατο παιγνίδι μικρών επιφανειών στα μαλακά του προσώπου», και να «χαρίζει μια εμπρεσσιονιστική γλύκα στο πρόσωπο».[19] Ο Τώνης Σπητέρης θα σταθεί στην πραότητα και προσήνεια του χαρακτήρα του, υπογραμμίζοντας ότι ήταν «γλυκομίλητος και σεμνός, δε θέλησε ποτέ να οργανώσει ατομική έκθεση».[20] Άοκνος δημιουργός πορτρέτων, με το σύνολο του έργου του αποδεικνύεται δεινός προσωπογράφος, τόσο στις προτομές, όσο και στα μετάλλια.[21] Ο ίδιος θα δηλώσει με αυτογνωσία στο τελευταίο λεύκωμα, που εκδίδεται ένα έτος πριν τον θάνατό του: «Η δημιουργική προσπάθεια είναι μια πορεία ατελεύτητη, όπως και η γνώση. Έχει μόνον αρχή, δεν έχει τέρμα ούτε σταθμούς. Είναι συνάμα και οδύνη, που την αναρριπίζει η υπόμνηση του μελαγχολικού εκείνου ars longa, vita brevis…»[22] Αν η σπουδή του στη Γαλλία τον έφερε κοντά στο έργο ενός Aristide Maillol (1861-1944), με το οποίο ταίριαζε και περισσότερο ως ιδιοσυγκρασία, αλλά και λόγω της μαθητείας του δίπλα στον Μ. Τόμπρο, είναι γεγονός πως οι αφαιρετικές τάσεις του έργου του δεν παρακάμπτουν τη μορφή, και όπως τονίζει ο Στ. Λυδάκης, αποτελούν μια τάση που έχει τα πρώιμα δείγματά της στον ελληνικό χώρο ήδη στην προϊστορική περίοδο, με τα κυκλαδικά ειδώλια, και στην ιστορική, με τη γεωμετρική τέχνη.[23] Σε αυτή τη εξαιρετικά μακρά γραμμή δημιουργίας συνεχίζει αταλάντευτος ο Νίκος Περαντινός, θεωρώντας, όπως καταθέτει σε συνέντευξή του το 1951 σε αγγλόφωνο περιοδικό (μεταφράζουμε εμείς) «ότι πρέπει η γλυπτική να πραγματεύεται τη μάζα σε στέρεες συνθετικά κατασκευές που δεν επηρεάζουν την απλότητα της γραμμής, αλλά όπως ένας ρυθμός, επενδύουν την ιδέα στην μορφή».[24]

[1] Βλ. την εισαγωγή του Σπ. Παναγιωτόπουλου, στο Ν. Περαντινός. Γλυπτική, Αθήνα 1975, σ. 5.
[2] Alexander G. Xydis, «Some aspects of Greek painting & sculpture today», Portfolio VI, Greece, 1947.
[3] Νίκος Περαντινός. 1910-1991. Γλυπτική. 192 γλυπτά και ανάγλυφα δωρεά προς το νησί της Πάρου το νησί του μαρμάρου και της Γλυπτικής, Πάρος 2001, σ. 5.
[4] Ευδοκία Παπουλή-Δημητροπούλου, «Νίκος Περαντινός. 1910-1991», στο ό.π., σ. 6.
[5] Mavreta Joakimides, “Nikos Perantinos. Master of simplicity and the classical form”, Athene, τ. 12, τχ. 3, Φθινόπωρο 1951, σ. 8
[6] Δ. Α. Κόκκινος, «Ένωσις “Ελεύθεροι καλλιτέχναι”. Β’ ετησία έκθεσις», Νέα Εστία, τχ. 223, Απρίλιος 1936, σ. 511.
[7] Δημήτρη Παυλόπουλου, Από τον Ιερό Λόχο στον Κωνσταντίνο ΙΒ’. Νεότερα αθηναϊκά γλυπτά, Αθήνα 2020, σ. 86.
[8] Το βραβείο αρνήθηκαν, διαμαρτυρόμενοι για το καθεστώς, οι καλλιτέχνες Αλέκος Κοντόπουλος και Κλέαρχος Λουκόπουλος, ενώ ο Γιώργος Βαρλάμος αρνήθηκε για τον ίδιο λόγο την κρατική χορηγία (βλ. Χρονικό ’73. Ετήσια έκδοση κριτικής ενημέρωσης, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα», σ. 116).
[9] Δημήτρης Παυλόπουλος, «Η γλυπτική του Ν. Περαντινού», Ελληνικό Μάρμαρο, τχ. 92, Δεκέμβριος 1991, σ. 70.
[10] Π. Καλλιέρου, Πάρος 1952∙ Χριστόφορου Κοκκίνη, πλατεία Αγίου Γεωργίου Ναύπλιο, 1953∙ Π. Σκαγιόπουλου, Σκαγιοπούλειο Ορφανοτροφείο Πατρών, 1954∙ Μακεδονομάχου Λάμπρου Κορομηλά, κεντρικό πάρκο Θεσσαλονίκης, 1954∙ Πλουτάρχου, πλατεία Χαιρώνειας, Λειβαδιά, 1955∙ Γ. Πακάρ, πλατεία Ανθίλη, Λαμία, 1956∙ Αριστοτέλη, Ανωτέρα Σχολή Πολέμου Θεσσαλονίκη, 1957∙ Ε. Κανελλόπουλου, Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, 1957∙ Γ. Ζαρίφη, παιδαγωγική ακαδημία Αλεξανδρούπολης, 1961∙ Τρ. Καραντάση, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1967∙ Γ. Σωτηρίου, Σπέτσες, 1969∙ Γ. Οικονόμου, Κέντρο Ερευνών, Αθήνα, 1971∙ Στρ. Αλιπράντη, Μάρπησσα Πάρου, 1973∙ Δ. Κόκκινου, Πύργος Ηλείας, 1973∙ Γ. Κουλούρη, Σίφνος 1973∙ Μ. Καλομοίρη, Εθνική Λυρική Σκηνή 1973∙ Πλάτωνα, Ακαδημία Πλάτωνος, 1973∙ Εμμ. Σαγκριώτη, Πάρος, 1974∙ Κ. Χαιρόπουλου, πλατεία Κ. Χαιρόπουλου, Αθήνα, 1974∙ Γ. Αργυρόπουλου, Πάρος, 1975∙ Α. Ραγκούση, Πάρος, 1976∙ Ιφιγένειας, οδός Σίνα, Ακαδημία Αθηνών, 1976∙ Αριστοτέλη και Μεγάλου Αλεξάνδρου, Διεθνές Ίδρυμα Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Γενεύη, 1977∙ Ευριπίδη, Πέλλα, 1977∙ Ο. Λάππα, Λυρική Σκηνή, Αθήνα, 1977∙ Ιπποκράτη, νοσοκομείο Πεδεμόντιο Αμερικής∙ Φρίμαν, Πινακοθήκη Ιωαννίνων∙ Μαρίας Κάλλας, Πινακοθήκη Καλαμάτας, κ.ά.
[11] Οικογένειας Σ. Κρασσά, Γ’ Κοιμητήριο Αθηνών, Κοκκινιά, 1946∙ Gustaf Dolen, Σουηδία, 1955∙  Γ. Οικονόμου, Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, 1955∙ οικογένειας Δ. Μουρμούρη, Α’ Κοιμητήριο Αθηνών, 1959∙ μητέρας Κολοκοτρώνη Ζάμπιας Κωτσάκη, Αλωνίσταινα Αρκαδίας, 1978.
[12] Έλληνα Τσολιά –Α’ βραβείο Βραβείο Πανελλήνιου Καλλιτεχνικού Διαγωνισμού–, πλατεία Βασιλέως Κωνσταντίνου/Πάρκου, Λαμία, 3 μ. ύψος, 1964∙ Εμμ. Παππά, πλατεία Ελευθερίας Σερρών, 3 μ. ύψος, 1966 –το 1969 συμπεριλαμβάνεται στην αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων με αγωνιστές του 1821–∙ Ν. Στέλλα, Μάρπησσα Πάρου, 1966.
[13] Κέρμα των 20 δραχμών, 1960∙ για τα 50 χρόνια της Ακαδημίας Αθηνών, 1976∙ αναμνηστικό, φιλοτεχνικός όμιλος Χίου 1977∙ για τα 50 χρόνια του περιοδικού Νέα Εστία 1977∙ Δήμου Αλεξανδρούπολης 1977∙ «Μεγάλων Απόντων» του 20ού αιώνα, μεταξύ των οποίων της Μαρίας Κάλλας, 1978∙ 50 χρόνια Αναργύρειου και Κοργιαλένειου Σχολής, Σπέτσες, 1978∙ Μ. Στασινόπουλου 1978∙ χρυσό νόμισμα των 10.000 δρχ. με την ευκαιρία της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ, 1979, κ.ά.
[14] Πεσόντων Μεγ. Αλεξάνδρου, Ανωτέρα Σχολή Πολέμου Θεσσαλονίκης, 1957∙ Πεσόντων στην κεντρική πλατείας Παροικιάς Πάρου, 4 μ. ύψος, 1958∙ Πεσόντων Δήμου Καλλιθέας –Α’ Βραβείο Πανελλήνιου Καλλιτεχνικού Διαγωνισμού–, 5 μ. συνολικό ύψος, 1959∙ Κοινότητας Αετού Φλώρινας –Α’ βραβείο Βραβείο Πανελλήνιου Καλλιτεχνικού Διαγωνισμού–, 1961∙ Πεσόντων της κοινότητας Παπαδιάνικα Λακωνίας, 1961∙  της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Τροιζήνα, 1962∙ Πεσόντων Αγιού Ανδρέα Κυνουρίας, 1968∙ Πεσόντων κοινότητας Αδένδρου Θεσσαλονίκης –Α’ Βραβείο Πανελλήνιου Καλλιτεχνικού Διαγωνισμού–, 1972∙ Πεσόντων αστυνομίας πόλεων, Μαρούσι, 1974∙ Κοινότητας Ανθοφύτου Ναυπακτίας, 1976∙ Χαλκουτσίου Ωρωπού, 1976∙ Κοινότητας Λευκαδιτιωτών, Ρούμελη, 1977, κ.ά.
[15] Στέλιος Λυδάκης, Η νεοελληνική γλυπτική, Αθήνα 1981, σ. 251
[16] ΕΠΜΑΣ, Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, Υπουργείο Παιδείας, Δημ. Πιν. Ρόδου, Υπ. Παιδείας Γαλλίας, Αρχ. Μουσείο Πανεπιστημίου Μισισιπή, Μέγαρο Αρχαιολ. Εταιρείας Αθήνα, Ανωτέρα Σχολή Πολέμου Θεσ/κης, Α.Π.Θ., Συλλ. Καθ. Ιωάννου Πολυγένη Αθήνα, Πανεπιστημίο Αθηνών, Αρσάκειον, Πινακοθήκη Ιωαννίνων, Δημ. Πιν. Καλαμάτας, Υπ. Πολιτισμού Αθήνα, Ινστιτούτο Καλών Τεχνών Τζον Κένεντι Ουάσιγκτον, Ακαδημία Αθηνών, Τράπεζα της Γαλλίας στο Κάιρο, κ.α.
[17] Βλ. Καθημερινή, 20/7/1957.
[18] Βλ. Ν. Περαντινός. Γλυπτική ΙΙ, Αθήνα 1978, σ. 20.
[19] Γιάννης Μηλιάδης, «Πλαστική»,  Ζυγός, τχ. 19-20, Μάιος Ιούνιος 1957, σ. 9
[20] Τώνη Σπητέρη, 3 Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης. 1660-1967, τ. Β’, Αθήνα 1979, σ. 243.
[21] Βλ. τα σχετικά σχόλια του Στ. Λυδάκη, στο Νίκος Περαντινός. Γλυπτική 1933-1990, Αθήνα 1990, σ. 43.
[22] Ό.π., σ. 11.
[23] Ό.π., σ. 45.
[24] Mavreta Joakimides, «Nikos Perantinos. Master of simplicity and the classical form», Athene, τ. 12, τχ. 3, Φθινόπωρο 1951, σ. 8.

Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά