Βιογραφία
Ο Γεράσιμος Στέρης (Σταματελάτος), γεννήθηκε το 1898 στο Διγαλέτο της Κεφαλονιάς και αναδεικνύεται ως μία από τις πιο αινιγματικές και επιδραστικές μορφές στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Η καλλιτεχνική του πορεία αποτυπώνει την εσωτερική αναζήτηση και την καινοτομία που χαρακτήρισαν την εποχή του και την περίφημη γενιά του ’30. Μετά την αποφοίτησή του από το Ελληνογαλλικό Λύκειο της Αλεξάνδρειας, όπου είχε μεταναστεύσει με την οικογένεια του, ο Στέρης επέστρεψε στην Ελλάδα και εγγράφηκε, το 1915, στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Με δάσκαλους τον Δημήτριο Γερανιώτη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, έθεσε τα θεμέλια της καλλιτεχνικής του εκπαίδευσης.
Η δεκαετία του 1920 τον οδήγησε στο Παρίσι, σε μία περίοδο έντονων καλλιτεχνικών πρωτοποριών. Στην Académie Julian, όπου σπούδασε, συνδέθηκε με προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Αντρέ Ντερέν. Στη Σορβόννη, παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας επιχειρώντας να γεφυρώσει το μεταφυσικό με το αισθητικό. Εξάλλου, καλλιτεχνικές του επιδιώξεις ήταν η ηρεμία, η μνημειακή σοβαρότητα, η πνευματικότητα. Πολλές φορές, μάλιστα, τον απασχολούσε περισσότερο η θεωρητική, παρά η πρακτική πλευρά της τέχνης.
Ο Στέρης επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1930, φέρνοντας μαζί του μία έντονα μοντερνιστική οπτική. Η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα το 1931 αποτέλεσε πολιτιστικό ορόσημο. Οι απόψεις των κριτικών διχάστηκαν. Σε αντιδιαστολή με την επίθεση του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου, οι προοδευτικοί διανοούμενοι εξύμνησαν τον Στέρη ως πρωτοπόρο. Οι υπερασπιστές του, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Πικιώνης και ο Στρατής Δούκας, συνέταξαν τα περίφημα «18 Κριτικά Άρθρα», ένα μανιφέστο υπέρ της νεωτερικότητας στην ελληνική τέχνη. Κατά την περίοδο αυτή, συνεργάστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες, σχεδιάζοντας σκηνικά θεάτρου με τον Πικιώνη και συμβάλλοντας στην αναστήλωση βυζαντινών τοιχογραφιών στον Μυστρά μαζί με τον Φώτη Κόντογλου. Η τεχνοτροπία αυτής της περιόδου συνδυάζει παραδοσιακά ελληνικά θέματα με μια τολμηρή μοντερνιστική προσέγγιση, χαρακτηριζόμενη από λιτές φόρμες, συμβολικές αναφορές και μία ιδιαίτερη σχέση φωτός και σκιάς.
Το 1936, ο Στέρης εγκατέλειψε την Ελλάδα για την Αμερική, μία απόφαση που θα άλλαζε σημαντικά την πορεία του. Έφυγε με μία μικρή βαλίτσα και ένα αντίγραφο του ποιήματος Άρνηση του Γ. Σεφέρη, σύμβολο των προσωπικών του αποκηρύξεων: απαρνήθηκε την οικογένειά του, την πατρίδα του και, σε μεγάλο βαθμό, τη ζωγραφική του ταυτότητα.[1] Στην Αμερική υιοθέτησε τα ονόματα George de Steris και αργότερα Guelfo Ammon d’ Este, ζώντας στην ανωνυμία. Εργάστηκε αρχικά σχεδιάζοντας αφίσες και σκηνικά για κινηματογραφικά στούντιο. Ορόσημο της περιόδου ήταν η δημιουργία τεσσάρων μεγάλων τοιχογραφιών για το ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1939. Οι τοιχογραφίες, εμπνευσμένες από την ελληνική ιστορία, απηχούσαν τον νοσταλγικό του δεσμό με την πατρίδα.[2]
Ο Στέρης απέδωσε τη μυθική διάσταση της Ελλάδας. Κεντρικοί στοχασμοί είναι η μεταβολή της γης, η φύση, η ερημιά, το μυστήριο. Τα Ομηρικά Ακρογιάλια και οι Αριάδνες του αποπνέουν αθανασία. Στις συνθέσεις του τοποθετεί και τον δημιουργό, αφού κατοπτρίζουν το πρόβλημα της πνευματικής και εθνικής ταυτότητας που “ακροβατεί”. Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Στέρης επικεντρώθηκε στη διδασκαλία και στη συγγραφή θεωρητικών κειμένων για την τέχνη. Παρά τη μειωμένη καλλιτεχνική του παραγωγή, τα έργα αυτής της περιόδου δείχνουν μία έντονη διάθεση πειραματισμού, ενσωματώνοντας υπερρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία που διέφεραν από τα ελληνικά του έργα.
Ο Γεράσιμος Στέρης πέθανε το 1987 στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας πίσω του μία παρακαταθήκη γεμάτη μυστήριο. Οι στάχτες του επέστρεψαν στην Κεφαλονιά, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο ζωής γεμάτο περιπλανήσεις και “μεταμορφώσεις”. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν τον θάνατό του σηματοδότησαν την αναβίωση του ενδιαφέροντος για το έργο του. Αναδρομικές εκθέσεις, όπως αυτές στην Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο Μπενάκη, εδραίωσαν τη θέση του ως πρόδρομου του ελληνικού μοντερνισμού.
Η τέχνη του Στέρη αποτελεί μαρτυρία της διττότητας της ύπαρξής του: βαθιά ριζωμένη στην αρχαιότητα και το μύθο, αλλά ταυτόχρονα τολμηρά μοντέρνα. Οι μορφές του, ιδιαίτερα οι γυναικείες, αποπνέουν μια αίσθηση αιωνιότητας, ενώ τα τοπία του αποτυπώνουν τη γαλήνια και μυστηριακή ουσία της ομηρικής Ελλάδας. Η εξέλιξη του ύφους του, από την αφαιρετική απλότητα των πρώτων του έργων στη δυναμική, συχνά μελαγχολική διάθεση της αμερικανικής του περιόδου, αποκαλύπτει τη συνεχή αναζήτηση της καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. Ο Οδυσσέας Ελύτης χαρακτήρισε τον Στέρη ως τον πιο διαυγή και συνάμα τον πιο μυστηριώδη Έλληνα ζωγράφο.[3] Αυτή η φράση συνοψίζει την ουσία ενός καλλιτέχνη που υπερβαίνει την εύκολη κατηγοριοποίηση, ενσωματώνοντας την καθαρότητα των κλασικών ιδανικών με την πολυπλοκότητα της υπαρξιακής αναζήτησης. Ο Στέρης παραμένει φάρος καλλιτεχνικής καινοτομίας, μια ζωή και ένα έργο που ισορροπούν ανάμεσα στη μνήμη και το όραμα, αλλά και στις μεγάλες νίκες και τις χαμένες μάχες ενός παράλληλου αγώνα για την κατάκτηση της φόρμας και την καλλιτεχνική αυτογνωσία.[4]
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
[1] Κουμπαρέλου Μάγδα, Γεράσιμος Στέρης – Ζωγραφική και Σχέδια – Η περίοδος της Αμερικής, σ. 4, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2006.
[2] https://www.nationalgallery.gr/artist/steris-gerasimos/
[3] Ελύτης Ο., Στέρης, σ. 9, Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα, 1982.
[4] Λοϊζίδη Νίκη, Έλληνες Καλλιτέχνες του Εξωτερικού, σ. 220, Υπουργείο Εξωτερικών Διεύθυνση Αποδήμων Ελλήνων, Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε., Αθήνα, 1983.