Βιογραφία
Ο Βαγγέλης Μουστάκας γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1930 στον Πειραιά, σε μια οικογένεια με ρίζες σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας—ο παππούς του καταγόταν από τα Μέγαρα, ενώ η γιαγιά του από την Άνδρο. Ο πατέρας του, Ιωάννης, γεννήθηκε στους Αέρηδες, κάτω από την Ακρόπολη, και η μητέρα του, Ελένη, στην Ελευσίνα, την ιερή πόλη των μυστηρίων. Από μικρός, έδειξε έμφυτο ταλέντο στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Στο σχολείο σκίτσαρε τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, στο σπίτι την οικογένειά του. Στις θερινές κατασκηνώσεις, έδινε μορφή στο άψυχο υλικό, σκαλίζοντας περίτεχνα σχέδια σε ξύλο ή χαράσσοντας γυναικείες μορφές σε κομμάτια κιμωλίας.

Στη Σαλαμίνα, γνώρισε τον μεγάλο ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο ανέπτυξε ξεχωριστή φιλία. Τα μεσημέρια μοιράζονταν ένα λιτό γεύμα, ενώ οι συζητήσεις τους πυροδότησαν στον νεαρό καλλιτέχνη βαθιά αγάπη για τη διανόηση και την τέχνη. Μετά το Γυμνάσιο, η ανάγκη για βιοπορισμό τον οδήγησε να εργαστεί στο εργαστήριο κεραμικής «Αίας», όπου ζωγράφιζε καθημερινά εκατοντάδες φλιτζάνια. Ήταν εκεί που πρώτη φορά έπλασε πορσελάνη, ανακαλύπτοντας μια νέα διάσταση στην καλλιτεχνική του έκφραση. Στον «Κεραμεικό», όπου εργάστηκε στη συνέχεια, πέρα από τη διακόσμηση κεραμικών, άρχισε να δημιουργεί δικές του συνθέσεις. Τα Σαββατοκύριακα επισκεπτόταν το Αρχαιολογικό Μουσείο, σχεδιάζοντας αρχαία γλυπτά, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα μυστικά της μνημειακής τέχνης.
Αν και του προσφέρθηκε υποτροφία για σπουδές στην Ιταλία, η μοίρα τον οδήγησε σε άλλη διαδρομή. Έδωσε εξετάσεις στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο ίδιος το έκανε κρυφά, καθώς ο πατέρας του ονειρευόταν για εκείνον μια καριέρα στη μηχανολογία. Όταν η μητέρα του του αποκάλυψε την επιτυχία του στις εξετάσεις, ο πατέρας του αρχικά αμφέβαλλε, προειδοποιώντας τον πως η τέχνη θα τον άφηνε φτωχό και στερημένο. Ωστόσο, τα πρώτα βραβεία άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν την οπτική του.

Σπούδασε γλυπτική κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο, σε ένα εργαστήριο που μοιραζόταν με μετέπειτα σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Σκλάβος, ο Καλαμάρας και ο Πανουργιάς. Παράλληλα, συμμετείχε σε διανοητικές συζητήσεις στον περίφημο καλλιτεχνικό κύκλο του καφέ-Λουμίδη και της πνευματικής ομάδας «Κασταλία». Αποφοιτώντας με άριστα το 1954, έγινε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και ξεκίνησε να διδάσκει, έχοντας μαθητές που αργότερα διέπρεψαν στις τέχνες. Η πρώτη του ανάθεση ήταν η δημιουργία δύο μαρμάρινων προτομών, ενώ το 1957 συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση της Μόσχας και στην 5η Πανελλήνια Έκθεση με το έργο «Μαρούσα», ένα γυμνό φυσικού μεγέθους.
Η συνάντησή του με τη μελλοντική του σύζυγο, την ποιήτρια Ζωή Σαβίνα, υπήρξε καθοριστική. Σχεδίαζε μονοκοντυλιές που αποτύπωναν την ποίησή της, δημιουργώντας ψηλόλιγνες φιγούρες, τις οποίες αργότερα θα μετέφερε στη γλυπτική του. Το 1958 κέρδισε το πρώτο του σημαντικό βραβείο για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Μοσχάτο, ενώ οι δεκαετίες που ακολούθησαν τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους γλύπτες της εποχής του.

Το 1960, ο Μουστάκας και η σύζυγός του εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία, όπου σπούδασε χαρακτική και διακοσμητική τέχνη. Παράλληλα, εκπαιδεύτηκε στην τεχνική της χαλκοχυτικής, αποκτώντας νέες γνώσεις που θα εμπλούτιζαν τη μελλοντική του δημιουργία. Η εγκυμοσύνη της συζύγου του στάθηκε πηγή έμπνευσης, οδηγώντας τον στη δημιουργία μιας σειράς γλυπτών αφιερωμένων στη μητρότητα. Από τότε, οι έγκυες γυναικείες μορφές έγιναν ένα από τα κυρίαρχα μοτίβα του έργου του, εκφράζοντας την ιερότητα της ζωής και τη δύναμη της γυναικείας φύσης. Με τη Ζωή απέκτησε τρία παιδιά.
Το 1968 απέσπασε το Α΄ Βραβείο στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, ενώ το 1969 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο με τα έργα «Ίκαρος» και «Σαρκοφάγος». Το 1971, ο Μουστάκας κέρδισε τον διαγωνισμό για το Μνημείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη. Η σύνθεση του γλυπτού – ένας έφιππος Αλέξανδρος σε στιγμή δυναμικής κίνησης – ήταν αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης. Ο καλλιτέχνης ήθελε ένα άλογο σχεδόν μυθικό, σύμβολο αδάμαστης δύναμης, και έναν στρατηλάτη μεγαλόπρεπο, αποφασισμένο, έτοιμο να κόψει τον «Γόρδιο Δεσμό».

Τη δεκαετία του 1970, πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το έργο του εντάχθηκε σε συλλογές μουσείων λόγω της ξεχωριστής φιλίας του με τον συγγραφέα W. H. Poteat. Ο Αμερικανός ποιητής Elon G. Eidenier, εμπνευσμένος από την τέχνη του, του αφιέρωσε τη συλλογή Sonnets to Eurydice.
Τα επόμενα χρόνια, ο Μουστάκας συνέχισε να δημιουργεί, με το έργο του να συνδυάζει την αρχαία ελληνική πλαστικότητα με μοντέρνες αναζητήσεις. Η φιλοσοφία του ήταν ξεκάθαρη: «Δημιουργώ κενά μέσα στα γλυπτά μου ώστε το φως να παίζει με τη σκιά. Θέλω ο θεατής να συμπληρώνει το έργο, να γίνεται μέρος της δημιουργίας.»
Με την τέχνη του, ο Βαγγέλης Μουστάκας αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στη νεοελληνική γλυπτική. Τα μνημεία και οι ελεύθερες συνθέσεις του αποτελούν διαχρονικά έργα, που συνομιλούν με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της τέχνης.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
Πηγή: Οι πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό του κειμένου προέρχονται από την επίσημη ιστοσελίδα του Βαγγέλη Μουστάκα.