Βιογραφία
Ο Δανιήλ Παναγόπουλος, γνωστός ως Δανιήλ (Danil), γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας και υπήρξε ένας πρωτοπόρος εικαστικός καλλιτέχνης, του οποίου η καριέρα σημαδεύτηκε από δεκαετίες δημιουργικής αναζήτησης και ουσιαστικής συμβολής στη σύγχρονη τέχνη. Η διαδρομή του, από την ελληνική επαρχία έως την κορυφή της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, αποτυπώνει μια ζωή αφιερωμένη στη δύναμη της τέχνης να μεταμορφώνει.
Μεγαλωμένος στον Πύργο, ο Δανιήλ φοίτησε στο τοπικό Γυμνάσιο και ακολούθησε αρχικά σπουδές στην Ιατρική Σχολή Αθηνών κατά τη διάρκεια της ταραχώδους περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, το πάθος του για την τέχνη τον οδήγησε να εγκαταλείψει την Ιατρική και να εισαχθεί το 1944 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί μαθήτευσε κοντά στον σπουδαίο Κωνσταντίνο Παρθένη, από τον οποίο απέκτησε βαθιά γνώση στη σύνθεση και την τεχνική. Αποφοίτησε με έπαινο, δείχνοντας από νωρίς το ιδιαίτερο ταλέντο και τη φιλοδοξία του να εξερευνήσει νέους δρόμους της καλλιτεχνικής έκφρασης. Το 1954, χάρη σε υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, μετέβη στο Παρίσι, όπου βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής. Το Παρίσι, η τότε πρωτεύουσα της παγκόσμιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, άσκησε βαθιά επιρροή στις ευαισθησίες και τις ανησυχίες του. Ο Δανιήλ όχι μόνο τελειοποίησε τις δεξιότητές του στη ζωγραφική και την τέχνη του ψηφιδωτού, αλλά ανέπτυξε και μια θεωρητική προσέγγιση που χαρακτήρισε τη μετέπειτα πορεία του.
Το έργο του Δανιήλ εξελίχθηκε παράλληλα με τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα. Ξεκίνησε χρησιμοποιώντας παραδοσιακά υλικά, αλλά σύντομα στράφηκε προς την αφηρημένη τέχνη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, παρουσίασε τα εμβληματικά του «Μαύρα Κουτιά» – γλυπτικά έργα φτιαγμένα από χαρτοκιβώτια, τα οποία έβαφε μαύρα και διαμόρφωνε με τομές και δίπλωμα, αφήνοντας το -συνήθως έγχρωμο- περιεχόμενό τους να φαίνεται. Τα έργα αυτά, αν και φτιαγμένα από απλά υλικά, κατάφεραν να αποδώσουν βαθύτερες έννοιες όπως το παιχνίδι, ο θάνατος, το θέατρο και το μυστήριο. Ο Πιερ Ρεστανί, ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του Νέου Ρεαλισμού, εξήρε τη διττότητα ζωής και θανάτου που διακρίνει αυτά τα έργα.
Στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας το 1964, στο Teatro la Fenice,[1] με την έκθεση «Τρεις Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική» (μαζί με τους Νίκο Κεσσανλή και Βλάση Κανιάρη), ο Δανιήλ ανέδειξε τη σημαντική του συμβολή στη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Η δουλειά του, εμπνευσμένη από τις πρωτοπορίες της εποχής, γεφύρωσε την παράδοση με τον μοντερνισμό, δημιουργώντας έναν νέο καλλιτεχνικό διάλογο. Ο ανήσυχος καλλιτεχνικός του νους τον οδήγησε να εξερευνήσει συνεχώς νέα μέσα και μορφές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα «Μαύρα Κουτιά» εξελίχθηκαν στα «Ηλεκτρονικά Κουτιά», στα οποία εισήγαγε στοιχεία κίνησης και φωτός. Οι δημιουργίες του εκείνης της περιόδου αντλούσαν έμπνευση από την κινητική και οπτική τέχνη, αναδεικνύοντας τη σχέση του θεατή με το έργο. Στη δεκαετία του 1970, ο Δανιήλ επέστρεψε στη δισδιάστατη ζωγραφική, χρησιμοποιώντας πρωτοποριακά υλικά όπως η λινάτσα. Με τεχνικές όπως το κόψιμο, το ξέφτισμα και το ράψιμο, δημιούργησε έργα που διέλυσαν τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Αυτές οι συνθέσεις, δυναμικές και γεμάτες φως, προκάλεσαν τον χώρο και τον θεατή να συμμετάσχουν στην καλλιτεχνική εμπειρία.
Ο Δανιήλ πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις σε όλη την Ευρώπη, ενώ συμμετείχε σε πλήθος ομαδικών διοργανώσεων, όπως η Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1965) και τα Ευρωπάλια (1982). Το 1998, η αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη επισφράγισε την προσφορά του στη μεταπολεμική ελληνική τέχνη. Παράλληλα, ο Δανιήλ ανέπτυξε και το θεωρητικό του έργο, δημοσιεύοντας άρθρα και συγγράμματα, όπως το Η Ζωγραφική Πράξη και Σκέψη (1973). Οι γραπτές του καταθέσεις φανερώνουν έναν στοχαστικό νου που αναζητούσε πάντα το βάθος πίσω από την καλλιτεχνική πράξη.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Δανιήλ επέστρεψε στον γενέθλιο Πύργο, όπου και συνέχισε να εργάζεται μέχρι το τέλος. Το 2007 δώρισε σημαντικό μέρος του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη, επισφραγίζοντας τη δέσμευσή του προς την τέχνη και την παιδεία. Ο ίδιος έλεγε ότι «Ένα έργο δεν τελειώνει ποτέ. Όταν τα έργα περάσουν την πόρτα του ατελιέ έχουν φύγει από τα χέρια μου και δεν μπορώ πλέον να τα δουλέψω.»,[2] υπογραμμίζοντας τη φιλοσοφική του προσέγγιση στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο Δανιήλ έφυγε από τη ζωή στις 12 Ιουλίου 2008, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που δεν υπάγεται σε συμβατικές κατηγοριοποιήσεις. Οι δημιουργίες του, γεμάτες τόλμη και πειραματισμό, συνεχίζουν να εμπνέουν και να προκαλούν τον σύγχρονο θεατή, επιβεβαιώνοντας τη θέση του ως ενός από τους κορυφαίους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια
[1] https://www.nationalgallery.gr/artist/daniil-panagopoulos/
[2] Καρκαγιάννη – Καραμπελιά Βάσια, “Δανιήλ: Ακολουθώντας ένα Προσωπικό Όραμα στην Τέχνη”, ARTI Τεύχος 3 Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1991, σ. 99, Αθήνα.