SEARCH AND PRESS ENTER
Christos Kapralos

Christos Kapralos

Greek
1909-1993

Βιογραφία

Ο Χρήστος Καπράλος γεννήθηκε το 1909 στο Παναιτώλιο Αγρινίου. Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια αγροτών, αναδύθηκε μέσα από δύσκολες συνθήκες, καταδεικνύοντας την ακατάβλητη δύναμη της καλλιτεχνικής του ψυχής. Από μικρή ηλικία, οι πρώτες του επαφές με την τέχνη έγιναν μέσω των αγιογράφων της περιοχής, ενώ η μετακίνηση του στην Αθήνα το 1928 αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη ζωγραφική και γλυπτική του πορεία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1930 έως το 1934, υποστηριζόμενος οικονομικά από την οικογένεια Παπαστράτου.

Παρόλο που αρχικά επικεντρώθηκε στη ζωγραφική, το πάθος του για τη γλυπτική τον οδήγησε στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε στις φημισμένες Ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumière, υπό την καθοδήγηση του Marcel Gimond. Εκεί, ο Καπράλος επηρεάστηκε βαθιά από την παράδοση των μεγάλων Γάλλων γλυπτών, όπως ο Maillol και ο Bourdelle. Ωστόσο, διατήρησε πάντοτε μια ισχυρή σύνδεση με την ελληνική κληρονομιά, με την αρχαϊκή τέχνη να αποτελεί διαρκή πηγή έμπνευσης.

Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1940, ο Καπράλος επέστρεψε στην Ελλάδα. Αφού φιλοξενήθηκε, για ένα διάστημα, στο σπίτι του Μόραλη,[1] επέστρεψε στην γενέτειρά του και, όπως λέει, «με αδειανές βαλίτσες πήγα στο χωριό μου για να συνεχίσω».[2] Εκεί, η απομόνωση στην ελληνική επαρχία και η αποκλειστική συνάφεια με την φύση διαμόρφωσαν το έργο του. Ο Καπράλος συλλαμβάνει την ουσία των πραγμάτων και την αποδίδει με ισορροπημένους όγκους, χωρίς έντονες σκιές.[3] Τα έργα εκείνης της περιόδου αντικατοπτρίζουν την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων, ενώ τα χαρακτηριστικά του γλυπτά, εμπνευσμένα από τη φιγούρα της μητέρας του, αποτυπώνουν την ανθρώπινη ουσία με αρχέγονη απλότητα.

Το 1946, ο Καπράλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, ξεκινώντας μια εντυπωσιακή καλλιτεχνική πορεία. Η πρώτη του ατομική έκθεση στον Παρνασσό την ίδια χρονιά αποτέλεσε την απαρχή της αναγνώρισης του έργου του, που χαρακτηρίζεται από τη δύναμη της μορφής, την ισορροπία των όγκων και την αναζήτηση του αιώνιου και πανανθρώπινου. Το 1951, με την καθοριστική μετακόμισή του στην Αίγινα, βρήκε το ιδανικό περιβάλλον για τη δημιουργία του. Εκεί φιλοτέχνησε μνημειώδη έργα, όπως το Μνημείο της Πίνδου, μια ανάγλυφη ζωφόρο μήκους 40 μέτρων που υμνεί την ελληνική ιστορία και παράδοση, εμπνευσμένη από αρχαϊκά και λαϊκά πρότυπα.

Κεντρικό θέμα της γλυπτικής του Καπράλου, είναι ο Άνθρωπος. Το ανθρώπινο σώμα, σε κάθε του έκφανση, γίνεται όργανο και έργο τέχνης, με μοναδική ζωική παρέμβαση αυτή του αλόγου, του αρχέγονου θεϊκού συμβόλου δύναμης της αρχαιοελληνικής μυθικής παράδοσης. Από τη δεκαετία του 1960, ο Καπράλος στράφηκε σε νέες τεχνικές, όπως τα έργα από ελάσματα χαλκού, ενώ ανέπτυξε μια μοναδική μέθοδο επεξεργασίας φύλλων κεριού. Αυτή η μετάβαση τον οδήγησε σε πιο αφαιρετικές αλλά εξίσου δυναμικές εκφράσεις, διατηρώντας πάντοτε τη σύνδεση με την ανθρώπινη μορφή, τη μυθολογία και τη φύση.

Η συμμετοχή του σε διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας και του Σάο Πάολο, του χάρισαν διεθνή αναγνώριση. Μάλιστα, δημιουργώντας το δικό του χυτήριο με τη βοήθεια του φίλου του, Κώστα Κλουβάτου, δημιουργεί διακόσιες σαράντα μορφές, μερικές από τις οποίες του χάρισαν μεγάλη επιτυχία στην Μπιενάλε της Βενετίας, το 1962.[4] Το 1981, η Εθνική Πινακοθήκη τίμησε το έργο του με αναδρομική έκθεση, εστιάζοντας στα χάλκινα γλυπτά της περιόδου 1960-1980. Όπως σημειώνει ο Δ. Παπαστάμος στον κατάλογο της έκθεσης, οι μορφές του Καπράλου αποδίδουν μια εσωτερικότητα που πηγάζει γενικά από τα όντα της φύσης, και αργότερα συμπληρώνει για την μετάβαση του σε πιο αφηρημένες φιγούρες πως είναι η αναζήτηση του ενός και μόνου που ίσχυε και θα ισχύει όσο υπάρχουν άνθρωποι.[5]

Ο Καπράλος υπήρξε ένας καλλιτέχνης που συνδύασε την τεχνική δεξιότητα με τη βαθιά ανθρωπιστική ματιά. Το έργο του, με ρίζες στην αρχαιότητα και το βλέμμα στραμμένο στο παγκόσμιο, μας κληροδότησε μια πνευματική και καλλιτεχνική παρακαταθήκη που παραμένει ζωντανή και επίκαιρη. Ο Ελύτης έγραψε πως ο Καπράλος είχε τη δύναμη να ταυτίζει την κίνηση των χεριών του με τον ρυθμό της ύλης μέσα στο φως και στην ιστορία της πατρίδας του.[6] Ο θάνατός του το 1993 έκλεισε έναν κύκλο δημιουργίας γεμάτο φως, αφήνοντας, εντούτοις, πίσω του μια τέχνη που αγγίζει την αιωνιότητα.

 

Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια

 

[1] Καπράλος Χ., Αυτοβιογραφία, Άγρα, Αθήνα, 2001, σ. 68.

[2] Φραντζιακάκης Κ.Φ., Ο Χρήστος Καπράλος απαντά σε δέκα εάν, Ζυγός, 1981, σ. 32.

[3] Παλιούρα Μίρκα, “Το έργο του Χρήστου Καπράλου στη Γενέθλια Γη” στο Γλυπτοθήκη Χρήστου Καπράλου, Αγρίνιο, σ. 31.

[4] Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, “Χρήστος Καπράλος – Ένας σύγχρονος γλύπτης με αρχαίες ρίζες” στο Γιάννης Μόραλης – Χρήστος Καπράλος: Μια φιλία ζωής και τέχνης, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Αθήνα, 2016.

[5] Παπαστάμος Δ., Χρήστος Καπράλος – Γλυπτά από Χαλκό 1960 – 1980, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Αθήνα, 1981.

[6] Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα, 2009, σ. 455.