Βιογραφία
Ο Ελληνοαμερικανός, γνωστός κυρίως για τη συμβολή του στη ζωγραφική color field (χρωματικά πεδία), καλλιτέχνης και διακεκριμένος καθηγητής ζωγραφικής Βασίλειος Πούλος (στις Η.Π.Α. είναι γνωστός και ως Bas Poulos) γεννήθηκε το 1941 στην Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας, με καταγωγή από τις Καρυές της Λακωνίας (οι γονείς του μετανάστευσαν στη Νότια Καρολίνα το 1938). Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο οι κάτοικοι των αρχαίων Καρυών βοήθησαν τους Πέρσες στον πόλεμο εναντίον των υπόλοιπων Ελλήνων και μετά την ήττα των Περσών οι Έλληνες εκδικήθηκαν τους υποστηρικτές του εχθρού από τις Καρυές θανατώνοντας τον ανδρικό τους πληθυσμό και παίρνοντας τις γυναίκες τους ως σκλάβες και ως εκ τούτου, καθώς τις επιδείκνυαν ως λάφυρο πολέμου με τα ωραία τους ενδύματα και κοσμήματα, για να αναπαραστήσουν την τιμωρία τους οι αρχιτέκτονες της εποχής χρησιμοποίησαν τις γυναικείες αγαλμάτινες μορφές ως κολώνες. Τη λησμονημένη αυτή ανεκδοτολογική ιστορία υπενθυμίζει η επίσης ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Agnès Varda (1928-2019) σε μικρού μήκους ντοκιμαντέρ της για τις Καρυάτιδες (Les dites Cariatides, 1984). Η ιστορία του ίδιου του Βασίλειου Πούλου, όμως, θα μπορούσε να προσφέρει μια παραλλαγή στην πηγή έμπνευσης των Καρυάτιδων, καθώς όπως θα τονίσει για εκείνον η κριτικός τέχνης Virginia Billeaud Anderson το 2015, ο Ελληνοαμερικανός καλλιτέχνης «φαίνεται να έχει τη δύναμη για την οποία είναι γνωστοί οι Πελοποννήσιοι πρόγονοί του», καθώς κατά τον Θουκυδίδη ένας Σπαρτιάτης ισοδυναμούσε στη σωματική ρώμη με αρκετούς Έλληνες από κάποια άλλη περιοχή. Ο θείος του καλλιτέχνη, από την πλευρά του πατέρα του, είχε μάλιστα το προσωνύμιο «τσακάλι» για τις υψηλού ρίσκου επιχειρήσεις του στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, όπως οι ενέδρες σε γερμανικά κομβόι. O Βασίλειος Πούλος θα λάβει το βασικό πτυχίο στις Καλές Τέχνες από το Κολλέγιο των Τεχνών της Ατλάντα το 1965, με βραβείο και χρηματικό έπαθλο για τις επιδόσεις του, και θα ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο Tulane της Νέας Ορλεάνης το 1968. Το 1965-66 θα διαμείνει για ένα χρόνο στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης. Το 1972 θα συμμετάσχει σε ομαδική έκθεση στην Πινακοθήκη Andre Emmerich της Νέας Υόρκης. Το 1974 θα λάβει υποτροφία από το ίδρυμα Guggenheim. Από το 1975 και για 33 χρόνια θα διδάξει ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο Rice, στο Χιούστον του Τέξας, από όπου το 2008 θα συνταξιοδοτηθεί ως ομότιμος καθηγητής. Το 1977 θα διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στην Κορτόνα της Ιταλίας, ενώ το ίδιο έτος θα συμμετάσχει στην 35η Μπιενάλε για τη Σύγχρονη Αμερικανική Ζωγραφική που οργανώθηκε στην Πινακοθήκη Corcoran της Ουάσιγκτον. Το 1983 θα διαμείνει και πάλι στο Παρίσι ως φιλοξενούμενος καλλιτέχνης (artist residency) στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 2016 θα είναι εκ νέου φιλοξενούμενος καλλιτέχνης στο Butterfly House στo ΛαΓκραντζ της Τζόρτζια. Στην πορεία του συγκαταλέγονται πάνω από 35 ατομικές εκθέσεις, 2 εκ των οποίων στην Αθήνα (1998, 2001), μία στο Παρίσι (1983), με τη μεγάλη πλειοψηφία να οργανώνονται στο Χιούστον. Η παρουσία του σε ομαδικές εκθέσεις είναι επίσης πλούσια και σταθερή, μεταξύ αυτών στο Τορόντο του Καναδά (1977), στο Στάβανγκερ της Νορβηγίας (1982), στον τόπο καταγωγής του, τις Καρυές Λακωνίας (1989), στην Κορτόνα της Ιταλίας (1994), στην Αθήνα (2012) και στην Κωνσταντινούπολη (2012). Διατηρεί εργαστήριο, εκτός από το Χιούστον όπου κατοικεί, και στις Καρυές, όπου έχει ταξιδέψει όπως δηλώνει ο ίδιος πάνω από 30-40 φορές. Έργα του βρίσκονται εκτός των άλλων στο Μουσείο Τέχνης του Columbia, στο Μουσείο Mint της Νότιας Καρολίνα, στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον, στο Μουσείο Τέχνης της Νέας Ορλεάνης, στο Μουσείο Βορρέ στην Αθήνα, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στην τράπεζα Chase Manhattan στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα. Έχει βραβευτεί ακόμα με το Mellon Enhancement Grant, καθώς και το βραβείο Phi Beta Kappa για την αριστεία στη διδασκαλία. Τέλος, δίδαξε εννιά καλοκαίρια στην Ελλάδα με το πρόγραμμα Rice Studio Art.
Το έργο του, όπως τονίζει η τεχνοκρίτης Jane Livingston, αρχικά κινείται στη μοντερνιστική γραμμή των Helen Frankenthaler (1928-2011), Jules Olitski (1922-2007) και Larry Poons (γεν. 1937). Ενώ, όπως θα υπογραμμίσει ο ίδιος, εμπνέεται από τους Morris Louis (1912-1962), Kenneth Nolan (1924-2010) και την Η. Frankenthaler. Πιο πρόσφατα έχει επισημανθεί από τον Αμερικανό κριτικό Jim Edwards το γεγονός ότι ο ζωγράφος συνδυάζει χρώμα, γραμμή και μορφή, αποδίδοντας το τοπίο μέσα από συνυπάρχοντα χρωματικά σχήματα, δημιουργώντας τόσο έναν ζωγραφικό χώρο όσο και μια αίσθηση του ρυθμού της φύσης και της χορευτικής της φωτεινότητας. Η ζωγραφική του ανέλιξη παρουσιάζει μια ξεκάθαρη τομή όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει την καθαρή αφαίρεση για μια ζωγραφική με στοιχεία αναπαραστατικά, την οποία ονομάζει αφηρημένη τοπιογραφία (abstract landscape painting). Ξεπερνώντας τα πιο σκοτεινά χρώματα, όπως εκείνα που διδάχτηκε από τον πρωτοπόρο αφηρημένο εξπρεσιονιστή Robert Motherwell (1915-1991) και από το ύστερο έργο του Jackson Pollock (1912-1956), αναζητάει πλέον μια επιστροφή στη φύση και τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις που αυτή προσφέρει, τοποθετώντας με εμφατικό τρόπο τα φωτεινά δίπλα στα σκοτεινά χρώματα (για την τυποποίηση του αφηρημένου εξπρεσιονισμού την πρόσφατη περίοδο, βλ. Jerry Saltz, “Zombies on the walls: why does so much new abstraction look the same”, New York Magazine, 16/6/2014). Σε αυτή του τη στροφή, την οποία ο ίδιος εντοπίζει γύρω στο 1987, βασίστηκε σε έναν βαθμό και στο θαυμασμό του για τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες του Μοντερνισμού Paul Cézanne (1839-1906), Georges Braque (1882-1963), Ernst Ludwig Kirchner (1880-1938), Henri Matisse (1869-1954), Pierre Bonnard (1867-1947), André Derain (1880-1954), καθώς και τον Marsden Hartley (1877-1943) και τον πιο πρόσφατο Francis Bacon (1909-1992), αποκαλύπτοντας την επίδραση που του άσκησε η χρωματική ένταση των fauve ζωγράφων σε συνδυασμό με μια γεωμετρική απόδοση της φύσης που απέδιδε τη βαθύτερη αλήθεια της χωρίς συναισθηματισμούς που θα θόλωναν το καθαρό μήνυμα το οποίο επιδίωκε ο ζωγράφος. Σε αυτή την πιο πρόσφατη φάση της ζωγραφικής του δημιουργίας εμπνέεται συχνά από το ελληνικό τοπίο, όπως από τις δεκάδες πέτρινες ή τις πιο σπάνιες μυκηναϊκές γέφυρες, καθώς συμβολίζουν για εκείνον την προσωπική του ιστορία ως Ελληνοαμερικανού με δεσμούς με το ελληνικό τοπίο. Ο Β. Πούλος δεν παρατηρεί απλά το τοπίο για να το ζωγραφίσει, όπως έκανε ο Picasso τον οποίο δεν έπαψε ποτέ να θαυμάζει, ή ο Matisse, αλλά περπατάει σε αυτό, και ο τρόπος που το αποδίδει το αποσπάει από την αντικειμενική πραγματικότητα, χάρη στη χρήση εμφατικών χρωμάτων και τολμηρών γεωμετρικών συνθέσεων. Σε καμία περίπτωση δεν αναπαράγει το αντικείμενο, αλλά, όπως τονίζει, «βλέπει πώς το φως φιλτράρεται από τα φυλλώματα και τα κλαδιά, πώς χτυπάει τα δέντρα και το χώμα, και πώς ρίχνει τις σκιές από τις συστάδες των δέντρων»∙ αυτό που δημιουργεί «δεν είναι μια προσωπογραφία του τοπίου, είναι μια οπτική εμπειρία». Ο ζωγράφος για να φτάσει σε αυτή την υπέρβαση της αφαίρεσης, με το πέρασμα από την ανεικονική ζωγραφική σε μια ιδιότυπη εικονική, επηρεάστηκε και από τη βυζαντινή ζωγραφική, καθώς επισκέφθηκε πολλές Μονές και ζωγράφισε εικόνες αγίων, γύρω στο 2005-2006. Η έντονη και απόκοσμη συμβολικότητα των χρωμάτων θα ήταν για εκείνον που μαθήτευσε στην ανεικονική ζωγραφική ιδιαίτερα γόνιμη, όπως το χρυσό βάθος (ή χρυσός κάμπος) που δεν απαντάται στη φύση, καθώς, όπως υπογραμμίζει ο φιλόσοφος της Διασποράς του Παρισιού Κώστας Παπαϊωάννου (Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, Αθήνα 2007, σ. 82-83): «είναι μια ουσία που βρίσκεται πέραν κάθε φυσικού χρωματισμού», αφού «το αστραφτερό χρυσό –το μόνο χρώμα που δεν απαντάται ποτέ στη φύση– απογυμνώνει τον χώρο, την ύλη, τα σώματα, από κάθε τι που θα μπορούσε να υπαινιχθεί την έκταση, τη βαρύτητα, τις συντυχίες μιας επίγειας ύπαρξης». Ο Βασίλειος Πούλος με το έργο του δεν αφηγείται αλλά μεταδίδει το καθαρό συναίσθημα, κατέχοντας απόλυτα την κατακτημένη τεχνική του και χρησιμοποιώντας εξπρεσιονιστικά εργαλεία, όπως βούρτσες και ρακλέτες, ζωγραφίζοντας πάνω σε καμβά που είναι στερεωμένος πάντα πολύ σταθερά για να του προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή αντίσταση. Αυτό που επιδιώκει και επιτυγχάνει είναι μια ζωγραφική ανοιχτή και προσβάσιμη, ικανή να αποδώσει τις αλλαγές του ατμοσφαιρικού φωτός και των εποχών, χωρίς να εμμένει στην λεπτομερή απεικόνισή τους. Ο ίδιος θα περιγράψει τον εαυτό του ως «έναν απλό Ελληνοαμερικανό καλλιτέχνη, που ταξιδεύει».
Ανέστης Μελιδώνης
Ιστορικός Τέχνης
Επιστημονικός Συνεργάτης του Ιδρύματος Ελληνική Διασπορά