SEARCH AND PRESS ENTER
Alecos Kontopoulos

Alecos Kontopoulos

Greek
1904-1975

Βιογραφία

Ο Αλέκος Κοντόπουλος, γεννημένος το 1904 στη Λαμία, υπήρξε καθοριστική μορφή στην εξέλιξη της ελληνικής τέχνης, γνωστός κυρίως για τη ρηξικέλευθη συμβολή του στη διάδοση της ανεικονικής ζωγραφικής. Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε από τα γυμνασιακά του χρόνια, όπου εκδήλωσε βαθιά κλίση προς τη ζωγραφική. Μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής του, μαθητεύει κοντά στον αγιογράφο Γ. Σαραφιανό, μια περίοδος που καλλιέργησε τις τεχνικές του δεξιότητες και εμβάθυνε στην προσωπική του τέχνη. Το 1923 μετακομίζει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Υπό την καθοδήγηση μεγάλων δασκάλων, όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Δημήτριος Γερανιώτης, ο Παύλος Μαθιόπουλος και ο Νικόλαος Λύτρας, διαμόρφωσε μια στέρεη βάση στην παραστατική τέχνη, με έμφαση στα τοπία, τις προσωπογραφίες και τα γυμνά.

Αποφοιτώντας το 1929, επιδιώκει να διευρύνει τους ορίζοντές του, μεταβαίνοντας στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε κοντά στους P. Le Doux και H. Morisset, ενώ παράλληλα δημιουργούσε αντίγραφα στο Λούβρο και ταξίδευε στο Βέλγιο για να μελετήσει τη φλαμανδική ζωγραφική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνδέθηκε με τον κύκλο των «Νέων Πρωτοπόρων» και, το 1934, συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Το 1935 επιστρέφει στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και στις ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumière. Μέχρι το 1937, είχε γίνει μέλος της ομάδας «Paris-Montparnasse». Η διαμονή του στο Παρίσι τον φέρνει σε επαφή με διάφορα μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα, αν και αρχικά παραμένει αφοσιωμένος στον ρεαλισμό, δημιουργώντας έργα που επιδιώκουν κοινωνική κριτική.

Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον επαναφέρει στην Ελλάδα το 1939. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση, δημιουργώντας μια σειρά σχεδίων που αποτύπωναν τον πόνο, την κακουχία και την πείνα των χρόνων του πολέμου. Το 1941 διορίζεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε έως το 1969. Το 1960 φιλοτέχνησε στον χώρο του μουσείου μια μεγάλη τοιχογραφία με θέμα την αρχαία ελληνική κεραμική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η καλλιτεχνική του πορεία σημειώνει μια καθοριστική στροφή. Περίπου το 1947, στρέφεται στην αφηρημένη τέχνη και καθίσταται ένας από τους πρώτους εισηγητές της στην Ελλάδα. Το 1949 συνιδρύει και ηγείται της ομάδας «Οι Ακραίοι», στόχος της οποίας ήταν η διάδοση των αφαιρετικών μορφών τέχνης στην Ελλάδα. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από την απομάκρυνση από τις αναπαραστατικές φόρμες, εστιάζοντας στην έκφραση εσωτερικών συναισθημάτων μέσω ελεύθερων ή γεωμετρικών σχημάτων, συχνά χωρίς χρωματικές διαβαθμίσεις.

Η συνεισφορά του αναγνωρίστηκε τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Έλαβε μέρος σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1953, 1955, 1957), της Αλεξάνδρειας (1959) και της Βενετίας (1960), με την έκθεση του 1955 να του χαρίζει το αργυρό μετάλλιο. Το 1973 του απονεμήθηκε το Α΄ Κρατικό Βραβείο, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών, έδωσε διαλέξεις και έγραψε αρκετά βιβλία σχετικά με την τέχνη, όπως τα «Η σημερινή ζωγραφική» (1951), «Η πνευματική ευθύνη» (1973) κ.ά.

Ο Αλέκος Κοντόπουλος πέθανε στην Αθήνα το 1975. Μετά τον θάνατό του, η οικία του στην Αγία Παρασκευή μετατράπηκε σε Βιβλιοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας στεγάζεται η Πινακοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου. Υπήρξε εμβληματική προσωπικότητα της νεοελληνικής τέχνης, με έργο που γεφύρωσε τον ρεαλισμό με την πρωτοποριακή αφηρημένη ζωγραφική. Πρωτοπόρος και οραματιστής, μέσα από τη ζωγραφική, τα γραπτά του και την αδιάκοπη προσφορά του, κατάφερε να διαμορφώσει μια νέα γλώσσα έκφρασης, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στον πολιτισμό της Ελλάδας.

 

Γεωργία Δημοπούλου
Κλασική Φιλόλογος – Επιμελήτρια